Το Διπλοσάινο είναι είδος μη γνήσιου [2] γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter gentilis και περιλαμβάνει 10 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A.g.marginatus (Piller & Mitterpacher, 1783). [3][4]
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Accipiter (Hawk), σημαίνει «γεράκι», αλλά με διαφορετική σημασία από την ομώνυμη λέξη με την οποία αποδίδεται η, επίσης, λατινική λέξη Falco (Falcon). Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος όρος που να αποδίδει την διαφορά μεταξύ αυτών των «γερακιών» (βλ. και Σημειώσεις).
Ο λατινικός όρος gentilis στην επιστημονική ονομασία του είδους, σημαίνει «ευγενής, ευγενικός» και προέρχεται από το gens, -tis «ευγενής (κοινωνική) τάξη», «ο κόσμος των ευγενών», αλλά παραμένει άγνωστος ο λόγος ονοματοδοσίας του είδους
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού παραπέμπει στο -μεγάλο- μέγεθός του, σε σχέση με το συγγενικό σαΐνι.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Falco Nisus (Σουηδία, 1758). Η μεταφορά του στο γένος Accipiter, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ.Ζ.Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806). Συγγενεύει φυλογενετικά με τα αφρικανικά είδη A. henstii και A. melanoleucus, πιθανόν και με το A. meyerianus, με τα οποία σχηματίζει διακριτό γκρουπ. [6]
Το διπλοσάινο απαντά σε ευρείες εύκρατες περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Ινδομαλαϊκή και Νεοαρκτική). Είναι το μόνο είδος του γένους Accipiter, που απαντά τόσο στην Ευρασία όσο και στη Βόρεια Αμερική.
Στην Ευρώπη, το είδος απαντά σε όλη την ήπειρο εκτός από την Ισλανδία και κάποιες επί μέρους περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Β. Σκανδιναβίας, ως επιδημητικό πτηνό, πλην των βορείων επικρατειών (Σκανδιναβίας και Ρωσίας), όπου έρχεται μόνο για να αναπαραχθεί τα καλοκαίρια.
Η Ασία αποτελεί, επίσης, μεγάλη μόνιμη επικράτεια του είδους, από την τούνδρα και νοτιότερα, από την Ευρώπη στα δυτικά μέχρι την Καμτσάτκα, την Σαχαλίνη και την Ιαπωνία στα ανατολικά. Απουσιάζει από όλες τις υποαρκτικές περιοχές, την ΒΑ. Σιβηρία και από το μεγαλύτερο μέρος της Κ. Ασίας, εμφανιζόμενο στα υψίπεδα ανατολικά των Ιμαλαΐων και στην Κίνα. Νότια, η εξάπλωση φθάνει μέχρι την Ν. Κίνα και την Κορέα, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως περιοχές διαχείμασης.
Στην Αφρική, το διπλοσάινο απαντά μόνο σε μικρούς θύλακες στα βορειοδυτικά (Μαρόκο) ως καθιστικό, κυρίως, είδος.
Η Αμερική είναι, όπως η Ευρασία, μεγάλη αναπαραγωγική επικράτεια επιδημητικών πληθυσμών, με κατανομή από την Αλάσκα και τον υποαρκτικό Καναδά, προς τις ΗΠΑ και το Κ. Μεξικό, όπου βρίσκονται τα νότια όρια εξάπλωσης του είδους. [7]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Κυρίως καθιστικό είδος, μερικώς μεταναστευτικό στους βορειότερους πληθυσμούς της Βόρειας Αμερικής, Φινοσκανδιναβίας και Ρωσίας. Η κατανομή και το εύρος των μετακινήσεων υπαγορεύονται από τους «κύκλους» των θηραμάτων στις αρκτικές περιοχές. Μεταναστευτικές «εισβολές», ωστόσο, συμβαίνουν σχεδόν κάθε δεκαετία στην Βόρεια Αμερική, με τα πουλιά να φθάνουν μέχρι τις Ν ΗΠΑ και το Μεξικό. Στην Φινοσκανδιναβία, οι μετακινήσεις είναι λιγότερο εκτεταμένες, συνήθως όχι περισσότερα από μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα. ΟΙ πληθυσμοί αφήνουν τις βόρειες επικράτειες, κυρίως τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, και επιστρέφουν στις περιοχές αναπαραγωγής τον Μάρτιο-Απρίλιο. [14] Στην περιοχή του Νεπάλ, το διπλοσάινο κινείται από τα 1.370 έως τα 4.880 μ., αλλά έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 6.100 μ. [15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αλγερία, την Τυνησία και την Λιβύη, το Ομάν, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, την Ταϊβάν και τις Βερμούδες. [17]
Από την Κρήτη αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης, κυρίως στα δυτικά. [22] Στην Κύπρο είναι σπάνιο πτηνό και, πιθανόν, να υπάρχουν λίγα ζευγάρια που φωλιάζουν και παραμένουν όλο το έτος στα δάση του Τροόδους. [23]
Το διπλοσάινο συχνάζει τόσο σε δάση κωνοφόρων, όσο και πλατύφυλλων, κυρίως στα πρώτα με μικρά ξέφωτα. Φαίνονται ότι ευδοκιμεί μόνο σε περιοχές με ώριμα, παλαιά δάση, όπου συνήθως η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι σχετικά χαμηλή. Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί και σε δάση μικρότερης ηλικίας -ειδικά, κατά την διάρκεια της περιόδου ωοτοκίας-, αρκεί να υπάρχουν αρκετά ψηλά δένδρα, με μέτρια κάλυψη θόλου και μικρά ανοίγματα στο κάτω μέρος για να ευνοείται το κυνήγι. [24] Στις Κ. ΗΠΑ, συχνάζει σε δάση Pinus ponderosa και Pinus contorta. [25]
Τα διπλοσάινα μπορεί να κινούνται σε οποιοδήποτε υψόμετρο, αλλά συνήθως προτιμούν τα μεγάλα, λόγω της έλλειψης εκτεταμένων δασών στις πεδινές περιοχές. [26].
Το διπλοσάινο, όπως συμβαίνει με το ξεφτέρι και το σαΐνι, παρουσιάζει ισχυρό φυλετικό διμορφισμό όσον αφορά στο μέγεθος και το βάρος (τα αρσενικά είναι 10%-25% μικρότερα και ελαφρύτερα) ενώ, κατά τα άλλα, τα δύο φύλα είναι όμοια. Είναι το μεγαλύτερο από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Accipiter αλλά, συνολικά, ένα μετρίου μεγέθους αρπακτικό, με κοντές αλλά πλατιές πτέρυγες και μακριά ουρά, σε γενικές γραμμές, παρόμοιο με το ξεφτέρι, -αν και αρκετά μεγαλύτερο από αυτό.
Το χρώμα της ράχης είναι σκούρο κυανόγκριζο στα αρσενικά και γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου στα θηλυκά, στοιχείο που αποτελεί την βασική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Κατά τα άλλα, η κάτω επιφάνεια είναι ανοικτόχρωμη λευκωπή με πολλές λεπτές, οριζόντιες μαυριδερές ρίγες και με χαρακτηριστικά αναμαλλιασμένα (fluffy). λευκά φτερά στην περιοχή του υπογαστρίου. [30] Διαθέτει πλατιά, λευκή υπεροφθάλμια λωρίδα, από το πίσω μέρος του ματιού μέχρι τον τράχηλο. Η ίριδα των ενηλίκων είναι σκούρα πορτοκαλί, ιδιαίτερα στα αρσενικά. Η ουρά είναι καφεγκρίζα και διαθέτει 4-5 σκούρες, κατά πλάτος λωρίδες. Το κήρωμα, οι ταρσοί και τα πόδια είναι κίτρινα. [31]
Στα νεαρά άτομα η άνω επιφάνεια σώματος είναι καφέ, με λευκωπό-κιτρινομπέζ κάτω μέρος, με ακανόνιστες ραβδώσεις παρά μπάρες, πιο διακριτές στα αρσενικά. Η υπεροφθάλμια λωρίδα είναι κιτρινομπέζ. Η ίριδα είναι αρχικά ανοικτοκίτρινη και αλλάζει χρώμα αργότερα, με το πέρασμα της ηλικίας.
Στα ασιατικά υποείδη, η περιοχή της ράχης ποικίλλει από, σχεδόν λευκή έως σχεδόν μαύρη. Στην Βόρεια Αμερική, τα ανήλικα άτομα έχουν χλωμή-κίτρινη ίριδα, ενώ οι ενήλικες αποκτούν την σκούρα κόκκινη ίριδα συνήθως μετά το δεύτερο έτος της ηλικίας τους, αν και η διατροφή και η γενετική μπορεί να επηρεάσουν το χρώμα των ματιών.
Τα αναφερόμενα μεγέθη αναφέρονται στον μέσο όρο των μετρήσεων, καθώς έχουν καταγραφεί θηλυκά με βάρος 2.200 γραμμάρια. [33] Γενικά, ισχύει ο Κανόνας του Μπέργκμαν (Bergmann's rule), σύμφωνα με τον οποίο, τα άτομα των βορείων περιοχών (μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, τείνουν να είναι ογκωδέστερα από εκείνα των νότιων περιοχών (για το Βόρειο ημισφαίριο). Τα μεγαλύτερα διπλοσάινα, επομένως, απαντούν στην ευρύτερη περιοχή της Φινλανδίας (υποείδος A. g. buteoides).
(Πηγές: [34][35][36][37][38][39][40][41][42][43][44][45][46][47][48][49][50][51][52])
Τα διπλοσάινα είναι, συνήθως, ευκαιριακοί θηρευτές, όπως και τα περισσότερα αρπακτικά πτηνά. Τα πιο σημαντικά είδη που θηρεύονται είναι μικρά θηλαστικά και πουλιά που βρίσκονται σε δασικούς οικοτόπους. Στην Βόρεια Αμερική, συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό λαγόποδες, η αμερικανική κουρούνα, ο αμερικανικός λαγός και ο κόκκινος σκίουρος. Σε σύγκριση με πολλά μικρότερα είδη Accipiter, τα διπλοσάινα είναι λιγότερο εξειδικευμένα ως αποκλειστικοί θηρευτές πτηνών ανάλογα με την τοποθεσία. [53][54]
Στην Ευρασία, τα θηράματα μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικά όπως, περιστέρια φασιανοί, πέρδικες, τσαλαπετεινοί, γλάροι, διάφορα παρυδάτια, δρυοκολάπτες, κορακοειδή, υδρόβια πτηνά (κυρίως εκείνα που φωλιάζουν σε δένδρα του γένους Aythya spp.), και διάφορα στρουθιόμορφα, ανάλογα με την περιοχή. Από θηλαστικά, περιλαμβάνονται κουνέλια, λαγοί, σκίουροι, αρουραίοι, ποντίκια, νυφίτσες και μυγαλές. Επίσης, πτώματα άλλων ζώων, όταν υπάρχουν δύσκολες καιρικές συνθήκες. [55]
Η λεία είναι, τις περισσότερες φορές, μικρότερη από το ίδιο το γεράκι, με μέση μάζα τα 275 γραμμάρια, από μελέτη που διενεργήθηκε στην Μινεσότα. [56] Στις Κάτω Χώρες, τα αρσενικά σκότωναν θηράματα με μέσο όρο βάρους 277 γρ., ενώ τα θηλυκά, με μέσο βάρος 505 γρ. [57] Ωστόσο, τα ευμεγέθη διπλοσάινα των βορείων επικρατειών, θανατώνουν κατά καιρούς πολύ μεγαλύτερα ζώα, μέχρι χήνες, ρακούν και αλεπούδες, που μπορεί να ζυγίζουν περισσότερο από δύο φορές το δικό τους βάρος. Επίσης, το διπλοσάινο είναι σημαντικός θηρευτής άλλων αρπακτικών πτηνών, όπως ο σφηκιάρης, το ξεφτέρι και διάφορες κουκουβάγιες. [58]
Το διπλοσάινο θεωρείται από τους πλέον προικισμένους θηρευτές ανάμεσα στα αρπακτικά πτηνά. Κυνηγάει πουλιά και θηλαστικά σε ποικιλία δασικών οικοτόπων, συχνά χρησιμοποιώντας συνδυασμό ταχύτητας και παρεμπόδιση κάλυψης κατά την ενέδρα. Συχνά, χρησιμοποιεί συνορεύοντες τύπους οικοτόπων, όπως την άκρη ενός δάσους και ενός λιβαδιού.
Είναι εξαιρετικός κυνηγός, με κύρια χαρακτηριστικά την αστραπιαία ταχύτητα που επιτίθεται και το ότι δεν παραιτείται εύκολα, εάν πρόκειται να δώσει μάχη. Μπορεί να επιτεθεί σε θηράματα με πολύ μεγαλύτερο μέγεθος από το δικό του. [60][61]. Στην καταδίωξη του θηράματος, μπορεί να πετύχει «οριζόντιες» ταχύτητες της τάξης των 60 χλμ./ώρα. [62]
Παρόλο που το διπλοσάινο είναι, γενικά, διακριτικό και «ντροπαλό» στην συμπεριφορά του σε σχέση με τον άνθρωπο, σε κάποιες περιοχές μπορεί να εισέρχεται στον αστικό ιστό και να κάθεται ακόμη και στις στέγες των σπιτιών, επισκοπώντας τον χώρο. [63]
Η πτήση του διπλοσάινου είναι πολύ χαρακτηριστική και έχει την πατέντα «φτεροκόπημα-φτεροκόπημα-αερολίσθηση». Μοιάζει με εκείνη του ξεφτεριού, αλλά τα φτεροκοπήματα είναι πιο αργά, ενώ σπάνια γυροπετάει (soaring), [64] εκτός, ίσως, κατά την μετανάστευση. Η συνολική πτητική πορεία του πτηνού δεν είναι τόσο «κυματιστή» (undulating) και , σαφώς, πιο σταθερή από ό, τι στο ξεφτέρι. Επίσης, αντίθετα με το ξεφτέρι, το διπλοσάινο πετάει αρκετά ψηλά, στην περιοχή του δασικού θόλου, όχι κοντά στο έδαφος. [65]
Την άνοιξη, τα διπλοσάινα επιδίδονται σε θεαματικές πτήσεις επίδειξης, ίσως από τις λίγες φορές που, αυτό το κρυπτικό είδος, υιοθετεί συμπεριφορά εμφανή στην ανθρώπινη παρατήρηση. Τότε είναι που ακούγεται, μερικές φορές, ένα χαρακτηριστικό κάλεσμα σαν του γλάρου. Όπως σε όλα τα μέλη της οικογένειας Accipitridae, η επικοινωνία είναι κυρίως ακουστική, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να παρατηρούνται τα πουλιά μεταξύ τους, μέσα στην πυκνή βλάστηση των οικοτόπων τους. [67] Οι ενήλικες υπερασπίζονται σκληρά τον ζωτικό τους χώρο από όλους τους εισβολείς, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που διέρχονται από την περιοχή. Θεωρείται ότι, αυτή η ασυνήθιστα επιθετική συμπεριφορά είναι αμυντική προσαρμογή κατά των ειδών εκείνων που είναι δυνητικοί θηρευτές της φωλιάς (βλ. Φυσικοί θηρευτές). Ο ζωτικός χώρος που υπερασπίζονται τα ζευγάρια είναι μεγάλος, καθώς οι φωλιές απέχουν συνήθως αρκετά χιλιόμετρα μεταξύ τους, σπάνια κάτω από 1 χιλιόμετρο. [68]
Τα διπλοσάινα φωλιάζουν από τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, αλλά μπορεί και πολύ αργότερα, μέχρι τα μέσα Ιουνίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος). Συνήθως, από τη στιγμή που ξεκινάει μαζί, ένα ζευγάρι αναπαραγωγής ζευγαρώνει για μια ζωή. Οι φωλιές είναι ογκώδεις και, συνήθως, κατασκευάζονται πάνω σε δένδρα από το αρσενικό, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται κάποια φωλιά άλλου είδους, είτε να επαναχρησιμοποιείται η ίδια φωλιά για πολλά χρόνια. Η κατασκευή είναι ογκώδης με διάμετρο περίπου 1 μ., αλλά μικρό βάθος. Δομείται από χοντρά κλαδιά και επιστρώνεται με φυλλώδη πράσινα κλαδάκια ή δέσμες από βελόνες κωνοφόρων και κομμάτια φλοιού δέντρων, που ανανεώνονται τακτικά. [69]
Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και περιλαμβάνει συνήθως (1-) 3 έως 4 (-5) ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 57,4 Χ 44, 2 χιλιοστών [70] και βάρους 67 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 9% είναι κέλυφος. [71] Τα αβγά εναποτίθενται σε διαστήματα 2 έως 3 ημερών, μεταξύ τους. Το θηλυκό είναι ο πρωταρχικός επωαστής, αν και το αρσενικό μερικές φορές θα χρειαστεί να δώσει στο θηλυκό μια ευκαιρία για να κυνηγήσει. Το αρσενικό κάνει το μεγαλύτερο μέρος του κυνηγιού τόσο για το θηλυκό όσο και τους νεοσσούς. Η περίοδος επώασης μπορεί να κυμαίνεται 36 έως 41 ημέρες. [72]
Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και εγκαταλείπουν την φωλιά μετά από 35 έως 46 ημέρες, ενώ προσπαθούν να πετάξουν 10 ημέρες αργότερα. Ανεξαρτητοποιούνται στις 70 ημέρες περίπου, και μπορούν να παραμείνουν στην επικράτεια των γονιών τους για διάστημα έως ένα (1) έτος, μετά από το οποίο επιτυγχάνεται σεξουαλική ωριμότητα. [74]
Στους φυσικούς θηρευτές του είδους συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που λυμαίνονται την φωλιά, κυρίως οι αρκούδες που αναρριχώνται στα δένδρα, όπως η αμερικανική μαύρη αρκούδα και η ασιατική μαύρη αρκούδα. Άλλα αρπακτικά της φωλιάς είναι τα κουνάβια, οι αδηφάγοι, διάφοροι αετοί, κουκουβάγιες και μπούφοι. Επίσης, ο γκρίζος λύκος έχει καταγραφεί να καταδιώκει και να σκοτώνει νεαρά διπλοσάινα, ιδίως όταν τα μεγάλα θηράματα είναι ελάχιστα. [75]
Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [76] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί»), η Γερμανία, η Ουκρανία, η Πολωνία και η Ρουμανία. [77]
Το διπλοσάινο είναι αρκετά διαδεδομένο στα ηπειρωτικά, κυρίως όμως στα βόρεια και κεντρικά και λιγότερο στην Πελοπόννησο, όπου φαίνεται να υπάρχει σημαντική μείωση των πληθυσμών του. Απουσιάζει, ωστόσο, από τα περισσότερα νησιά ως αναπαραγόμενο είδος, εκτός από ελάχιστα νησιά στο Αιγαίο και το Ιόνιο, όπου είναι απαράιτητη η παρουσία δένδρων. Πάντως, λόγω της γενικότερης κρυπτικής συμπεριφοράς του, είναι λίγο μελετημένο. [78]
Κατά την διάρκεια του χειμώνα, επειδή στους ήδη υπάρχοντες πληθυσμούς προστίθενται και οι διαχειμάζοντες από τον βορρά είναι πιο κοινό είδος. Υπάρχουν, επίσης, αποκλειστικά διαβατικοί πληθυσμοί, κυρίως κατά την άνοιξη, οπότε παρατηρείται και στην Κρήτη και σε κάποια ακόμη νησιά, αλλά λίγα στοιχεία υπάρχουν για την μεταναστευτική συμπεριφορά του διπλοσάινου στην χώρα. [79][80]
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει, είναι εκείνοι που αφορούν σε όλα τα αρπακτικά πτηνά, κυρίως δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα και δολώματα, καταστροφή βιοτόπων και λαθροθηρία με σκοπό την ταρίχευση. [81] Υπάρχουν ελπίδες ότι οι πληθυσμοί του είναι μεγαλύτεροι από τους καταμετρηθέντες, επειδή είναι πολύ δύσκολο να παρατηρηθεί ακόμη και όταν κυνηγάει, διότι αποφεύγει επιμελώς την ανθρώπινη παρουσία.
Στον ελλαδικό χώρο, το Διπλοσάινο απαντά και με τις ονομασίες Μεγάλο Σαΐνι, Περδικογέρακο, Περιστερογέρακας [82] και Διπλοσιάχινο (Κύπρος). [83]
Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco = Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλ. Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο Hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως Γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά. Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:
Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης.
Το Διπλοσάινο είναι είδος μη γνήσιου γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter gentilis και περιλαμβάνει 10 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A.g.marginatus (Piller & Mitterpacher, 1783).