Το ακόνιτο, επίσης λυκοκτόνο και ακονίτης, είναι γένος με πάνω από 250 είδη αγγειόσπερμων που ανήκουν στην οικογένεια Ρανουγκουλίδες. Αυτά τα ποώδη αιωνόβια φυτά είναι κυρίως ιθαγενή στα ορεινά τμήματα του Βόρειου Ημισφαιρίου[1] και αναπτύσσονται στο έδαφος των ορεινών βοσκοτόπων που συγκρατεί την υγρασία αλλά είναι καλά στραγγιζόμενο. Τα περισσότερα είδη είναι άκρως δηλητηριώδη[2] και πρέπει να αντιμετωπίζονται πολύ προσεκτικά.
Η ελληνική ονομασία ακόνιτο (ἀκόνιτον), πιθανόν προέρχεται από τη λέξη ἄκων, που σημαίνει ακόντιο, των οποίων ακοντίων τα άκρα ήταν δηλητηριασμένα με την ουσία ή από ακόνες, εξαιτίας του βραχώδους εδάφους στο οποίο πιστεύεται ότι αναπτυσσόταν το φυτό.[3] Η ελληνική ονομασία λυκοκτόνο θεωρείται ότι υποδηλώνει τη χρήση του χυμού του για το δηλητηριασμό των ακοντίων για το σκότωμα λύκων.[4]
Το ακόνιτο, επίσης λυκοκτόνο και ακονίτης, είναι γένος με πάνω από 250 είδη αγγειόσπερμων που ανήκουν στην οικογένεια Ρανουγκουλίδες. Αυτά τα ποώδη αιωνόβια φυτά είναι κυρίως ιθαγενή στα ορεινά τμήματα του Βόρειου Ημισφαιρίου και αναπτύσσονται στο έδαφος των ορεινών βοσκοτόπων που συγκρατεί την υγρασία αλλά είναι καλά στραγγιζόμενο. Τα περισσότερα είδη είναι άκρως δηλητηριώδη και πρέπει να αντιμετωπίζονται πολύ προσεκτικά.