dcsimg
Image of Cooking Ginger
Creatures » » Plants » » Dicotyledons » » Ginger Family »

Cooking Ginger

Zingiber officinale Roscoe

Πιπερόριζα ( Greek, Modern (1453-) )

provided by wikipedia emerging languages
Ρίζωμα πιπερόριζας. Ρίζωμα πιπερόριζας.
Ρίζωμα πιπερόριζας.
Τομή πιπερόριζας.
Ψιλοκομμένη πιπερόριζα (έμπροσθεν προς επάνω στη φωτογραφία: σκόρδο, πιπερόριζα, καυτερή πιπεριά, λεμονόχορτο). Ψιλοκομμένη πιπερόριζα (έμπροσθεν προς επάνω στη φωτογραφία: σκόρδο, πιπερόριζα, καυτερή πιπεριά, λεμονόχορτο).
Ψιλοκομμένη πιπερόριζα (έμπροσθεν προς επάνω στη φωτογραφία: σκόρδο, πιπερόριζα, καυτερή πιπεριά, λεμονόχορτο).
Αποξηραμένη πιπερόριζα − αλεσμένη σε μορφή σκόνης.

Η πιπερόριζα ή τζίντζερ (παλαιότερη ελληνική ονομασία ζιγγίβερη ή ζιγγίβερις < αρχ. ελ. ζιγγίβεριςαρχ. ινδ. γλώσσα Πάλι सिंगिवेर, σανσκριτικά शृंगवेरαγγλ. ginger, γαλλ. gingembre, γερμ. Ingwer, ιταλ. zenzero, πορτ. gengibre)[1] είναι η ρίζα του φυτού Zingiber officinale (Ζιγγίβερις η φαρμακευτική) η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική αλλά και ως μπαχαρικό στο φαγητό ή ως εξωτική λιχουδιά. Το είδος αυτό δίνει το όνομα στην ομάδα φυτών Zingiberaceae, της οποίας άλλα γνωστά μέλη είναι το καρδάμωμο (κακουλέ), ο κουρκουμάς (κιτρινόριζα), η γκαλάνγκα κλπ.

Η καλλιέργεια της πιπερόριζας ξεκίνησε αρχικά στη Νότια Ασία, αλλά είναι διαδεδομένη και στην Ανατολική Αφρική και επίσης στην Καραϊβική.[2] Χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την ιατρική και στην αρωματοποιία, ενώ παράλληλα χρησιμοποείται και για λατρευτικούς σκοπούς.

Ετυμολογία

Η προέλευση της λέξης τζίντζερ είναι αντιδάνειο από το αγγλικό όνομα του μπαχαρικού, προερχόμενο αρχικά από την Ταμίλ γλώσσα: ίντζι βερ (இஞ்சி வேர்). Ο βοτανικός όρος για τη ρίζα στην Ταμίλ γλώσσα είναι βερ (வேர்) έτσι ονομάζεται ρίζα ίνζι ή ίνζι βερ. [3] Η ελληνική ζιγγίβερις συναντάται ως ginginer στη μεσαιωνική λατινική και εν συνεχεία στην παλιά αγγλική gingifere, την οποία ύστερα η γαλλική ονομάζει gingembre και καταλήγει στα αγγλικά ginger.[1]

Καλλιέργεια

 src=
Φυτεία πιπερόριζας.

Η πιπερόριζα είναι πολυετές φαρμακευτικό φυτό το οποίο έχει κονδυλώδες ρίζωμα με χαρακτηριστική καφέ φλούδα στο εξωτερικό του, ενώ εσωτερικά έχει ανοιχτό κίτρινο χρώμα και αναδύει χαρακτηριστικό πικάντικο και λεμονοειδές άρωμα. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα από μητρικές φυτείες με μήκος 3-5 εκατοστά, βάρος 15-20 γραμμάρια και τουλάχιστον έναν βλαστοφόρο οφθαλμό και κάθε χρόνο μπορεί να φτάσει σε ύψος ως 1 μέτρο και 20 εκατοστά από οφθαλμούς στα ριζώματα του φυτού. Οι βλαστοί της πιπερόριζας είναι συμπαγείς, κυλινδρικοί, όρθιοι και περικλείονται από μεμβρανώδη κολεό. Στις χώρες καταγωγής του φυτού εγκατάσταση γίνεται σε ξύλινα τελάρα ή κατά προτίμηση (ανάλογα και με τη δομή του εδάφους) σε σαμάρια από το Μάρτιο ως τον Απρίλιο, ενώ σε άλλα μέρη από τον Σεπτέμβριο ως Οκτώβριο, καθώς αρχικά απαιτείται αρκετό νερό για να αναπτυχθεί.

 src=
Παζάρι με δύο είδη πιπερόριζας στο Χαϊκού, Χαϊνάν, Κίνα.

Τα φύλλα που προκύπτουν είναι μυτερά, λεία και μακριά, με μήκος περίπου 1,5 με 2,5 εκατοστά και πλάτος 8 με 15 εκατοστά, ενώ ο μίσχος τους αναπτύσσεται αντιδιαμετρικά, κατ' εναλλαγή των πλευρών. Τα άνθη αναπτύσσονται εσωτερικά σε κωνοειδείς ταξιανθίες οι οποίες αποτελούνται από σειρές πράσινων βράκτιων φύλλων. Εσωτερικά κάθε βράκτιου προκύπτουν λουλούδια με ποικιλία χρωμάτων όπως άσπρα, κίτρινα και πορτοκαλί. Οι καρποί του φυτού είναι κάψες που αλλάζουν χρώμα καθώς ωριμάζουν, από πράσινο σε καφέ με πορτοκαλί εσωτερικό.

Από το 1585, η πιπερόριζα της Τζαμάικα ήταν το πρώτο ανατολίτικο μπαχαρικό το οποίο καλλιεργήθηκε στο Νέο Κόσμο (στην Αμερική και Ωκεανία) και στη συνέχεια έγινε εισαγωγή στην Ευρώπη.[4] Αυτήν τη στιγμή η Ινδία έχει την πρωτιά στην παραγωγή (περίπου 30%-50% της παραγωγής γίνεται στην Ινδία), αντικαθιστώντας την Κίνα, η οποία βρίσκεται στη δεύτερη θέση παραγωγής (~20.5%). Ακολουθεί η Ινδονησία (~12.7%), το Νεπάλ (~11.5%) και η Ταϊλάνδη (~10%). Καλύτερη θεωρείται η ποιότητα της Τζαμάικα.[1]

Χρήσεις

Γαστρονομία

Ασιατική κουζίνα

 src=
Γκάρι (ιαπωνικά ガリ ): πιπερόριζα σε μορφή τουρσιού (ιαπωνικό τσουκεμόνο).

Σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας η φρέσκια πιπερόριζα είναι ένα από τα κύρια συστατικά στην προετοιμασία φαγητών με λαχανικά και φακές. Η πιπερόριζα αποξηραμένη και αλεσμένη, σε μορφή σκόνης, χρησιμοποιείται επίσης σε τοπικά φαγητά. Φρέσκια και αποξηραμένη πιπερόριζα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό σε καφέ ή τσάι, ιδιαίτερα το χειμώνα.

 src=
Πώληση κίμτσι στο δρόμο, (Κορέα).

Στην Ινδία είναι ένα από τα βασικά συστατικά σε μίγματα μπαχαρικών, όπως το κάρυ και το γκαράμ μασάλα. Στο Μπανγκλαντές η φρέσκια πιπερόριζα σε κομμάτια χρησιμοποιείται ως βάση σε φαγητά με κρέας, όπως κοτόπουλο, μαζί με κρεμμυδάκια και σκόρδο. Στη Μιανμάρ η πιπερόριζα αποκαλείται γχιν και επίσης χρησιμοποιείται στην τοπική κουζίνα αλλά και σε παρασκευή παραδοσιακών φαρμάκων. Στη Μιανμάρ υπάρχει και πιάτο με σαλάτα το οποίο αποκαλείται γχιν-θοτ και αποτελείται από τριμμένη πιπερόριζα διατηρημένη σε λάδι με μια ποικιλία από ξηρούς καρπούς και σπόρους.

Στην Ινδονησία η πιπερόριζα χρησιμοποιείται ευρέως στην τοπική κουζίνα και ένα ποτό το οποίο ονομάζεται γεντάνγκ ζαχέ παρασκευάζεται από πιπερόριζα και ζάχαρη από φοίνικα. Στην Μαλαισία η πιπερόριζα ονομάζεται χαλιά και χρησιμοποιείται στην τοπική κουζίνα και ειδικά στις σούπες. Στις Φιλιππίνες παρασκευάζεται ένα τσάι που ονομάζεται σαλαμπάτ. Στο Βιετνάμ φρέσκα κομμάτια πιπερόριζας χρησιμοποιούνται ως γαρνιτούρα στο τοπικό φαγητό με γαρίδες κανχ κχοάι μο. Στην Κίνα κομμένη πιπερόριζα σε φέτες ή ολόκληρη χρησιμοποιείται σε μεζέδες με ψάρια και κρέας, ενώ χρησιμοποιείται και στην παρασκευή τσαγιού με βότανα. Οι κινέζικες μπομπονιέρες γίνονται με ζαχαρωμένη πιπερόριζα. Στην Ιαπωνία η πιπερόριζα συμπληρώνει φαγητά από τόφου και νουντλς, αλλά στο τσουκεμόνο (ιαπωνικό τουρσί) το ιαπωνικό γκάρι (ιαπωνικά ガリ ) είναι τουρσί από πιπερόριζα.[5] Στην Κορέα χρησιμοποιείται η πιπερόριζα στο παραδοσιακό φαγητό κίμτσι.

Αραβική κουζίνα

Οι Άραβες αποκαλούν την πιπερόριζα ζανχαμπίλ και σε κάποιες περιοχές της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στο τσάι και στο γάλα. Στην Αραβική κουζίνα χρησιμοποιείται συχνά σε μίγματα μπαχαρικών, όπως στα χαουάιι (αραβ. خاواييج, εβρ. חו׳יג׳, Υεμένη), μπαχαράτ (αραβ. بهارات, Αραβία − επίσης στο Ιράν και την Τουρκία) και ρας ελ χανούτ (راس الحانوت, Μαρόκο).

Καρυκεύματα με πιπερόριζα
 src=
καρυκεύματα με πιπερόριζα
 src=
μπέρμπερε
 src=
ρας ελ χανούτ
 src=
 src=
γκαράμ μασάλα − πρώτες ύλες
 src=
 src=
κάρυ − πρώτες ύλες
 src=
κάρυ
 src=
πρώτες ύλες μίγματος για Speculaas

Δυτική κουζίνα

 src=
Γλυκά κιμαδομπουρεκάκια με πιπερόριζα (μίνσμιτ, αγγλ. mincemeatΗνωμένο Βασίλειο).
Δείτε επίσης: κιμάς και λουκάνικο
Δείτε επίσης: μπισκότο
Καντίνα πώλησης λεμπκούχεν (Γερμανία). Καντίνα πώλησης λεμπκούχεν (Γερμανία).
Καντίνα πώλησης λεμπκούχεν (Γερμανία).
Σπιτάκι από μπισκότα πιπερόριζας.

Στην δυτική κουζίνα η πιπερόριζα χρησιμοποιείται κυρίως σε παρασκευή ροφημάτων, γλυκών (όπως για παράδειγμα σε μπισκότα πιπερόριζας[6][7][8] ή κέικ[9]) και καρυκευμάτων. Επίσης παρασκευάζεται και ανθρακούχο ρόφημα πιπερόριζας (γνωστό ως μπύρα πιπερόριζας < αγγλ. ginger ale) [10] και μπύρα από πιπερόριζα.

Μπύρα από πιπερόριζα παρασκευάστηκε αρχικά στην Αγγλία στα μέσα του 18ου αιώνα [11] και στην συνέχεια έγινε διάσημη στην Αγγλία, ΗΠΑ και Καναδά. Η μπύρα αυτή απόκτησε μεγαλύτερη φήμη στις αρχές του 20ου αιώνα. [12] [13] Στα Ιόνια νησιά η μπύρα πιπερόριζας έγινε διάσημη από το Βρετανικό στρατό το 19ο αιώνα κατά την περίοδο του Ιονικού Κράτους. Σήμερα στην Κέρκυρα η μπύρα πιπερόριζας παρασκευάζεται ως τοπικό ποτό με την ονομασία τσιτσιμπίρα.[14]

 src=
Γερμανικά λουκάνικα (μπράτβουρστ) σερβιρισμένα με ξινολάχανο (γερμ. Sauerkraut).
 src=
Glühwein, παραδοσιακό ποτό των Χριστουγέννων (Γερμανία).

Στην Γαλλία παρασκευάζεται λικέρ με πιπερόριζα [15] ενώ στην Αγγλία η πιπερόριζα χρησιμοποιείται στη παρασκευή είδους κρασιού το οποίο ονομάζεται "πράσινο κρασί πιπερόριζας" και πωλείται παραδοσιακά σε πράσινα μπουκάλια.[16] Η πιπερόριζα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό στην παρασκευή ζεστού καφέ ή τσαγιού.

Στη Γερμανία και στην Αυστρία η πιπερόριζα χρησιμοποιείται σε μπισκότα, όπως τα λεμπκούχεν (γερμ. Lebkuchen), ζαχαρωμένη σε καραμέλες, σε ζεστά ροφήματα, όπως σε τσάι πιπερόριζας στο οποίο συχνά προστίθεται κατά τη βράση κανέλα ή και πορτοκάλι, αλλά και σε λικέρ και ποτά ειδικά το χειμώνα, όπως στο παραδοσιακό Glühwein. Συνταγές για ζεστό κρασί αρωματισμένο με μπαχαρικά ήταν γνωστές στην Ευρώπη και κατά το Μεσαίωνα. Από αυτές προέρχεται και το ζεστό, γλυκό, γερμανικό ποτό, το οποίο γίνεται από κόκκινο κρασί που βράζει με μπαχαρικά όπως κανέλα, μοσχοκάρυδο, πιπερόριζα και μπαχάρι. Επίσης, η πιπερόριζα παραδοσιακά προστίθεται σε τουρσί και σπιτικά λουκάνικα, όπως στο παραδοσιακό μπράτβουρστ (γερμ. Bratwurst).[17][18][19]

Κουζίνα της Καραϊβικής

 src=
Πικάντικη κολοκυθόπιτα με μπαχαρικά, διακοσμημένη με πιπεριές
Δείτε επίσης: τζερκ
Δείτε επίσης: κολοκυθόπιτα (γλυκό)
Κοτόπουλο τζερκ (Τζαμάικα). Κοτόπουλο τζερκ (Τζαμάικα).
Κοτόπουλο τζερκ (Τζαμάικα).
Σορέλ (Τζαμάικα).

Στην Καραϊβική η πιπερόριζα είναι διάσημο μπαχαρικό για μαγειρική αλλά και για τη δημιουργία εποχιακών ποτών όπως το σορέλ κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικά κόκκινο ποτό από τα ροδοπέταλα ιβίσκου,[σημ. 1] το οποίο, αφού αρωματιστεί με πιπερόριζα και μπαχάρι, γλυκαίνει με ζάχαρη και ρούμι.[20][21][22] Οι Τζαμαϊκανοί χρησιμοποιούν πιπερόριζα στο καρύκευμα τζερκ (αγγλ. jerk) ή σε μαρινάτες για ψήσιμο στα κάρβουνα,[23] κάνουν μπύρα και τη χρησιμοποιούν στο τσάι. Επίσης αποτελεί βασικό άρωμα σε συνταγή Τζαμαϊκανικού κέικ (αγγλ. cut cake), ενώ συχνά προστίθεται και στο κλασικό μίγμα μπαχαρικών για γλυκιά κολοκυθόπιτα.[24][25]

Γλυκίσματα και ποτά με πιπερόριζα
 src=
Μπισκότα αρωματισμένα με πιπερόριζα.
 src=
Λεμπκούχεν».
 src=
Καραμέλες από πιπερόριζα (ζαχαρωμένη πιπερόριζα).
 src=
Ρούμι από πιπερόριζα (Μαδαγασκάρη).
 src=
"Πράσινο κρασί πιπερόριζας".

Παραδοσιακά Φάρμακα

Τσάι από φέτες φρέσκιας πιπερόριζας. Τσάι από φέτες φρέσκιας πιπερόριζας.
Τσάι από φέτες φρέσκιας πιπερόριζας.
Τσάι Μασάλα.

Από τα αρχαία χρόνια η πιπερόριζα χρησιμοποιείται στις ιατρικές παραδόσεις της Ασίας (π.χ. Ινδία και Κίνα), των Ελλήνων και των Αράβων, συνήθως σε αφεψήματα, βάμματα ή μίγματα αιθερίων ελαίων. Στη λαϊκή ιατρική πιο γνωστή είναι η χρήση για τη ναυτία, προβλήματα κατά την πέψη και σαν φάρμακο για το κρυολόγημα. Χρησιμοποιείται επίσης σε περιπτώσεις εμέτου και ιλίγγου,[26] ως τονωτικό για προβλήματα δυσπεψίας, διάρροιας, δυσκοιλιότητας και για προβλήματα του κωλικού.[27][28][29] Η γερμανική ελεγκτική επιτροπή για φάρμακα από βότανα, Commission E, έκρινε πως η πιπερόριζα αντενδείκνυται κατά την εγκυμοσύνη.[30]

Τσάι από πιπερόριζα

Το τσάι από πιπερόριζα είναι διαδεδομένο σε διάφορες χώρες. Στην Κίνα το τσάι αυτό παρασκευάζεται από αποφλοιωμένες και κομμένες σε φέτες πιπερόριζας και συνήθως προστίθεται καφέ ζάχαρη. Φέτες από πορτοκάλι ή λεμόνι πολλές φορές προστίθενται για να γίνει ακόμα πιο γευστικό το τσάι. Η πιπερόριζα είναι βασικό συστατικό στο τσάι με μπαχαρικά, γνωστό ως τσάι μασάλα, το οποίο είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοανατολική Ασία (π.χ. στην Ινδία).

Δείτε επίσης

Σημειώσεις

  1. Στην Καραϊβική sorrel λέγεται ο ιβίσκος (αγγλ. roselle, επιστ. ονομασία Hibiscus sabdariffa), ενώ στα αγγλικά sorrel σημαίνει λάπαθο.

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 Gernot Katzer, Ginger (Zingiber officinale Rosc.) – (uni-graz.at, ιστότοπος του Πανεπιστημίου του Γκρατς, 2004)
  2. «Spices: Exotic Flavors & Medicines: Ginger». Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2007.
  3. «ginger». www.etymonline.com. Online Etymology Dictionary. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2011.
  4. "ginger" - A Dictionary of Food and Nutrition. Ed. David A. Bender. Oxford University Press 2009
  5. «Pickled Ginger». About.com. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2012.
  6. «Gingerbread Men Recipe». www.cookuk.co.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  7. «Μπισκότα με τζίντζερ - Gingerbread cookies». sintagoulis.gr. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  8. «Discover the Belgian Speculoos Cookie». brussels-belgium-travel-guide.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  9. Dan Lepard (3 Νοεμβρίου 2007). «100-year-old parkin». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  10. David B. Fankhauser. «Making ginger ale at home». Προσωπική ιστοσελίδα Καθηγητή Βιολογίας στο Cincinnati Clermont College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαρτίου 2006. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  11. Thomas Sprat (1702) A history of the Royal Society of London, page 196 "of Brewing Beer with Ginger instead of Hops"
  12. Donald Yates (Spring 2003). «Root Beer and Ginger Beer heritage». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2006.
  13. John Wright (29 Ιουνίου 2011). «How to make real ginger beer». The Guardian. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  14. ««Τσιτσιμπίρα» Γ. Χειμαρίου - Προτάσεις συνεργασίας από Ευρώπη και ΗΠΑ». Εφημερίδα Ελευθεροτυπία. 2011-07-24. http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=295915. Ανακτήθηκε στις 2012-04-08.
  15. Anthony Dias Blue (1 Ιουνίου 2008). «Best of the Best 2008: Liqueurs, Cordials & Aperitifs: Domaine de Canton French Ginger Liqueur». Robb Report. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2011.
  16. «Stone's Original Green Ginger Wine». Stone's original wine. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2012.
  17. Austrian information, τομ. 58-60, Austria. Österreichische konsularische Vertretungsbehörden im Ausland, Austrian Information Service, New York, 2005.
  18. Luca-Moritz Gültas, Studenten-Kochbuch (Gräfe Und Unzer, 2009), σελ. 83.
  19. James Villas, From the Ground Up (John Wiley & Sons, 2011), σελ. 361.
  20. [1]
  21. [2]
  22. [3]
  23. Jamaican jerk seasoning, (Barron's Educational Services, 1995), με βάση το βιβλίο της Sharon Tyler Herbst,THE FOOD LOVER'S COMPANION2.
  24. «Jamaican Cuisine». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2012.
  25. Rebecca Tortello, Sweet & dandy - The history of Jamaican sweets, εφημερίδα The Gleaner, 7η Φεβρουαρίου 2009.
  26. Nalini Vadivelu, Richard D. Urman και Roberta L. Hines, Essentials of Pain Management, (Springer, 2011), σελ 162.
  27. «Πιπερόριζα (τζίντζερ) και 11 Οφέλη που ίσως δεν γνωρίζατε». e-diatrofi. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2015.
  28. «Ginger». University of Maryland Medical Center. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2012.
  29. Lucinda G. Miller, Herbal Medicinals: Selected Clinical Considerations Focusing on Known or Potential Drug-Herb Interactions στο Archives of Internal Medicine, τομ. 158, τεύχος 20, 9 Νοεμβρίου 1998.
  30. George M. Kapalka, Nutritional and Herbal Therapies for Children and Adolescents, (Academic Press, 2009), σελ 250.

license
cc-by-sa-3.0
copyright
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia

Πιπερόριζα: Brief Summary ( Greek, Modern (1453-) )

provided by wikipedia emerging languages

Η πιπερόριζα ή τζίντζερ (παλαιότερη ελληνική ονομασία ζιγγίβερη ή ζιγγίβερις < αρχ. ελ. ζιγγίβερις – αρχ. ινδ. γλώσσα Πάλι सिंगिवेर, σανσκριτικά शृंगवेर – αγγλ. ginger, γαλλ. gingembre, γερμ. Ingwer, ιταλ. zenzero, πορτ. gengibre) είναι η ρίζα του φυτού Zingiber officinale (Ζιγγίβερις η φαρμακευτική) η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική αλλά και ως μπαχαρικό στο φαγητό ή ως εξωτική λιχουδιά. Το είδος αυτό δίνει το όνομα στην ομάδα φυτών Zingiberaceae, της οποίας άλλα γνωστά μέλη είναι το καρδάμωμο (κακουλέ), ο κουρκουμάς (κιτρινόριζα), η γκαλάνγκα κλπ.

Η καλλιέργεια της πιπερόριζας ξεκίνησε αρχικά στη Νότια Ασία, αλλά είναι διαδεδομένη και στην Ανατολική Αφρική και επίσης στην Καραϊβική. Χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την ιατρική και στην αρωματοποιία, ενώ παράλληλα χρησιμοποείται και για λατρευτικούς σκοπούς.

license
cc-by-sa-3.0
copyright
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia