Η Χωραφόχηνα είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόχηνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anser fabalis και περιλαμβάνει 5 υποείδη. [2][3]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. a. fabalis (Latham, 1787). [4]
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, που έδωσε το θέμα για την ονομασία του πτηνού σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (αρχ. ινδ. hamsá, γερμ. και ολλανδ. gans, αγγλοσαξ. gēs> geese, νορβ. gås, κ.α). [6][7]
Αλλά και η αντίστοιχη ελληνική λέξη, χήνα, έχει την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, με τον αρχικό δωρικό τύπο χανς -ός. Αργότερα, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, αντέκταση του φωνήεντος και αναλογικά προς τις πλάγιες πτώσεις, παρήχθη η ονομασία χην -ός, που δικαιολογεί το αρσενικό γένος του ουσιαστικού (ίδια περίπτωση μην < ρίζα mens «μήνας»). [8]
Ο όρος fabalis στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός, με ρίζα την λέξη faba «καρπός ψυχανθούς, χέδρωψ, κύαμος, φασίολος» και χρησιμοποιείται υπό την ευρεία του έννοια, δεν υποδηλοί δηλαδή κάποιο συγκεκριμένο φυτό, αλλά οιονδήποτε καρπό της οικογενείας Fabaceae (Leguminosae). Τον όρο αυτό δανείστηκε η σύγχρονη ελληνική γλώσσα («φάβα») [9] και, αρχικά, σήμαινε οποιοδήποτε τύπο οσπρίου και όχι μόνο την γνωστή φάβα.
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο φυσικό και φυσιοδίφη Τ. Λέιδαμ (John Latham 1740 – 1837), υπό την ονομασία Anas Fabalis (Μ. Βρετανία, 1787). [11] Αργότερα μεταφέρθηκε στο -προϋπάρχον- γένος Anser, που είχε προτείνει ο Γάλλος ζωολόγος Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806).
Η συστηματική ταξινομική του είδους έχει προβλήματα, που επιτείνονται από τις συχνές διασταυρώσεις μεταξύ των επί μέρους taxa. Αναγνωρίζονται 5 υποείδη, με βάση διαφοροποιητικά στοιχεία στο ράμφος και στο μέγεθος σώματος (βλ. Πίνακα υποειδών), αλλά ορισμένοι ταξινομικοί φορείς αναγνωρίζουν μόνον 2 -για την ακρίβεια 2 ομάδες- μεταξύ των οποίων η AOU, με βάση τα ενδιαιτήματα αναπαραγωγής (τάιγκα [υποείδη 1-3] ή αρκτική τούνδρα [υποείδη 4-5]).
Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου και, συγκεκριμένα, στην Παλαιαρκτική οικοζώνη, καταλαμβάνοντας βορειότερα και ψυχρότερα οικοσυστήματα από εκείνα της σταχτόχηνας.
Στην Ευρώπη, απαντά σε πολύ διάσπαρτους -και μικρούς σε έκταση- θύλακες σε πολλές χώρες, αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό. Απουσιάζει από την Ισλανδία, μεγάλο τμήμα της Σκανδιναβίας, τις χώρες της Βαλτικής και όλο, σχεδόν, το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά και στην υπόλοιπη ήπειρο, η διαχείμαση πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες, μη συμπαγείς περιοχές, με το νότιο όριο κατανομής να φθάνει στην Β. Ελλάδα.
Η Ασία είναι η -σχεδόν- αποκλειστική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε ευρεία και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από την Β. Ρωσία στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής της τάιγκα και των υποαρκτικών περιοχών, φθάνει μέχρι την απώτατη ΒΑ. Ρωσία και τις ιαπωνικές ακτές στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι την ΝΑ Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, ως χειμερινός επισκέπτης. Ξεχωριστοί θύλακες διαχείμασης υπάρχουν στην Κ. Ασία (Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν). [12]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η χωραφόχηνα, αντίθετα με την σταχτόχηνα, είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, ανάλογα με το γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος.
Μετά την αναπαραγωγή οι χωραφόχηνες υποβάλλονται σε αλλαγή πτερώματος, οπότε καθίστανται ανίκανες προς πτήση, για περίοδο ενός (1) μηνός, περίπου, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου. [16] Γι’ αυτό τον σκοπό, κάποιοι πληθυσμοί πραγματοποιούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις προς βορρά, [17] ενώ οι περισσότεροι συγκεντρώνονται σε μεγάλα σμήνη κοντά σε ανοικτό νερό. [18]. Το είδος αναχωρεί από τους τόπους αναπαραγωγής του, μετά από αυτή την περίοδο αλλαγής πτερώματος, στις αρχές Σεπτεμβρίου, φθάνοντας στις θέσεις διαχείμασης από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τον Οκτώβριο. [19]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από την Ισλανδία, την Ιρλανδία και την Μάλτα, από το Μαρόκο, την Αλγερία και την Αίγυπτο, από το Νεπάλ και την Μιανμάρ, αλλά και από τις ΗΠΑ. [21]
Στην Ελλάδα, η χωραφόχηνα απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον είδος, στην βόρεια χώρα (Δεκέμβριος-Μάρτιος). [22][23] (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως τυχαίος επισκέπτης. [24]
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, απαντά σε λίμνες, ποτάμια και ρυάκια, στην υψηλή αρκτική τούνδρα ή στα μεγάλα δάση της τάιγκας. [25] Οι πληθυσμοί της τάιγκας δείχνουν προτίμηση για τα δάση σημύδας και ερυθρελάτης με τυρφώνες, [26] ενώ εκείνοι της τούνδρας φωλιάζουν στα παχιά στρώματα με βρύα, γρασίδι ή θάμνους, [27] κοντά σε πλημμυρισμένα ποτάμια (αλλά πάνω από τα επίπεδα των πλημμυρών), [28][29] στα νησιά της Αρκτικής και στις αρκτικές παράκτιες περιοχές. [30]
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά και κατά την διέλευση, το είδος απαντά σε βάλτους και γεωργική γη [31] (λιβάδια, καλλιέργειες, ορυζώνες), [32] υγρούς στεπώδεις λειμώνες, [33] πλημμυρισμένα εδάφη, ποτάμια και παράκτια αβαθή. [34] Ωστόσο, κουρνιάζει και σε λίμνες, ποτάμια και πλημμυρισμένα εδάφη στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. [35]
Στην Ελλάδα, η χωραφόχηνα απαντά κυρίως σε λιβάδια και καλλιεργημένους αγρούς. [36]
Η χωραφόχηνα είναι μέσου προς μεγάλου μεγέθους αγριόχηνα, μικρότερη και σκουρότερη από την σταχτόχηνα -αν και πολλά άτομα έχουν μεγαλύτερο εκπέτασμα πτερύγων-, με ομοιόμορφο σταχτογκριζωπό χρωματισμό πτερώματος χωρίς κάποια έντονα διαγνωστικά στοιχεία. Στις πτέρυγες ξεχωρίζουν οι λευκές άκρες στα σκούρα τριτεύοντα ερετικά και στα άνω καλυπτήρια. Από απόσταση, δύσκολα διακρίνεται από την σταχτόχηνα αλλά, πέρα από το μέγεθος, η άνω επιφάνεια του εμπρόσθιου τμήματος των πτερύγων είναι σκούρα, χωρίς να κάνει έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη πτέρυγα. Επίσης, η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι, επίσης, σκούρα. Αρκετά άτομα φέρουν λευκό δακτύλιο που περιβάλλει τη βάση του ράμφους. Το ράμφος είναι πάντοτε πορτοκαλί, με μαύρο χρώμα στην βάση και το άκρο του, αλλά η «ποσότητα» του πορτοκαλί χρώματος ποικίλλει πολύ έτσι, ώστε σε άλλα άτομα να εμφανίζεται εντελώς πορτοκαλί, ενώ σε άλλα εντελώς μαύρο. Η κοιλά είναι λευκή, χωρίς μελανά σημεία ή ραβδώσεις. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι πορτοκαλί (για διαφορές μεταξύ των επί μέρους υποειδών, βλ. Πίνακα). Στα μεγάλα σμήνη της Β. Ευρώπης, εμφανίζονται πολλές ενδιάμεσες μορφές. [37]
Τα φύλα είναι παρόμοια σε μοτίβα και χρωματισμούς, αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες, αλλά οι ταρσοί και τα πόδια τους είναι ανικτόχρωμα κιτρινωπά. [38]
(Πηγές: [39][40][41][42][43][44][45][46][47][48][49][50][51][52]
Οι σταχτόχηνες είναι φυτοφάγα πτηνά, με την διατροφή να αποτελείται από πόες, γρασίδι, κύπερους (Cyperus spp.), [53] και βρύα. [54] Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου συμπληρώνεται με καρπούς Empetrum ή Vaccinium spp. [55] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι χωραφόχηνες αναζητούν την τροφή τους κυρίως σε γεωργικές εκτάσεις σπαρμένες με σιτηρά, φασόλια, πατάτες, [56] καρότα [57] και βλαστάρια δημητριακών. [58]
Το είδος παραμένει αγελαίο κατά τη διάρκεια του χειμώνα [59] (αν και αυτό συμβαίνει σε μικρότερα, χαλαρά σμήνη από πολλά άλλα είδη χήνας), [60] και κουρνιάζει κοντά στις περιοχές σίτισης, [61] σε σμήνη μικτών ειδών, σε λίμνες, ποτάμια και πλημμυρισμένες εκτάσεις. [62] Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αγριόχηνες, οι χωραφόχηνες αναζητούν την τροφή τους νωρίς το πρωί ή αργά το σούρουπο. [63]
Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στην τάιγκα φωλιάζουν στις αρχές Μαΐου, ενώ εκείνοι που αναπαράγονται στην τούνδρα έναν (1) μήνα αργότερα, στις αρχές Ιουνίου. [64][65] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Το φώλιασμα γίνεται κατά μοναχικά ζευγάρια, συνήθως με τις φωλιές διάσπαρτες, [66] αν και υπάρχουν περιπτώσεις φωλιάσματος κατά μικρές ομάδες. [67]
Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται μέσα στην χαμηλή βλάστηση, συνήθως σε λοφίσκους και όχθες ελεύθερες από χιόνι και νερά που προέρχονται από την τήξη του, πιο σπάνια, στη βάση ενός δένδρου ή μεταξύ των θάμνων. Η φωλιά βρίσκεται συνήθως κοντά στο νερό, αλλά μπορεί να είναι έως και 1 χιλιόμετρο μακριά. [68] Είναι μια ρηχή κοιλότητα που επιστρώνεται με βρύα, λειχήνες και μικρά φτερά. [69] κατασκευασμένη ως επί το πλείστον από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει περιστασιακά. Οι φωλιές προηγουμένων ετών επαναχρησιμοποιούνται, αλλά με νέα επίστρωση. [70]
Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-7) υποελλειπτικά ή οβάλ αβγά, διαστάσεων 83,8 Χ 55,3 χιλιοστών [71] και βάρους 146 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 9% είναι κέλυφος. [72] Η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο ή προτελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό (το αρσενικό παραμένει σε επιφυλακή σε κοντινή απόσταση από την φωλιά) και διαρκεί 27 έως 29 ημέρες, περίπου.
Οι νεοσσοί (χηνάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν, ενώ αναζητούν μόνοι την τροφή τους υπό την επιτήρηση των γονέων. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 56 ημέρες, περίπου. [73] Τα νεαρά άτομα παραμένουν με τους γονείς τους κατά τη διάρκεια του 1ου φθινοπώρου και του 1ου χειμώνα, μεταναστεύουν μαζί τους την άνοιξη, αλλά ανεξαρτητοποιούνται πριν επιστρέψουν στους τόπους αναπαραγωγής. Αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα στα 3 χρόνια, περίπου. [74]
Οι πληθυσμοί της χωραφόχηνας υπέστησαν μεγάλη μείωση κατά το παρελθόν λόγω του εντατικού κυνηγιού [75][76][77] και της απώλειας των ενδιαιτημάτων τους. [78] Αλλά επήλθε και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων τους λόγω πετρελαϊκής ρύπανσης, [79][80] αποστράγγισης, εξόρυξης τύρφης, αλλαγής πρακτικών διαχείρισης (π.χ. μείωση της βόσκησης σε λιβάδια που οδηγεί στην υπερανάπτυξη βλάστησης) και της αποψίλωσης δασών, ιδιαίτερα στις αναπαραγωγικές περιοχές στην Ρωσία, [81] τη Νορβηγία και τη Σουηδία. [82] Το είδος κινδυνεύει, επίσης, από την ανθρώπινη όχληση [83] και είναι επιρρεπές σε δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στην γεωργία. [84]
H χωραφόχηνα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά. [85] Στην Ελλάδα, το κυνήγι της δεν επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία. [86]
Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική. [87]
Η χωραφόχηνα όχι μόνον δεν φωλιάζει στην Ελλάδα, αλλά παρατηρείται σπάνια, ακόμη και τον χειμώνα. Στο μακρινό παρελθόν (19ος αιώνας) είχε αναφερθεί ελάχιστες φορές από την Μακεδονία και το Δέλτα του Αχελώου, ενώ στις δεκαετίες 1960-1980, οι χειμερινές καταγραφές περιορίζονταν στην Δοϊράνη, το Δέλτα του Έβρου και την Λήμνο. Γενικά, τα στοιχεία είναι ελλιπή αλλά, ούτως ή άλλως, αποτελεί σπάνιο χειμερινό επισκέπτη για την Ελλάδα. [88]
Στον ελλαδικό χώρο η Χωραφόχηνα απαντά και με τις ονομασίες Καμπόχηνα και Σταρόχηνα. [89]
i. ^ Για το γένος του ουσιαστικού Χην, βλ. Ονοματολογία.
ii. ^ Για την καταχρηστική απόδοση του συγκεκριμένου όρου, βλ. Ονοματολογία.
Η Χωραφόχηνα είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόχηνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anser fabalis και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. a. fabalis (Latham, 1787).