Η Κολοκασία η εδώδιμος (Colocasia esculenta) είναι τροπικό φυτό που καλλιεργείται κυρίως για τους βρώσιμους κονδύλους της, τις βρώσιμες ρίζες. Είναι κοινώς γνωστή και ως κολοκάσι και πιστεύεται ότι αποτελεί ένα από τα πρώτα φυτά που καλλιεργήθηκαν.[2]
Το φυτό αυτό, και η ρίζα του, γενικά ονομάζεται κολοκάσι, αλλά έχει διαφορετικά ονόματα σε διαφορετικές χώρες, όπως για παράδειγμα eddoe ή eddo ή taro όπως είναι γνωστό στα Αγγλικά. Στις Φιλιππίνες, συνήθως ονομάζεται gabi, abi ή avi και στις Ισπανόφωνες περιοχές malangas.
Ριζώματα διάφορων σχημάτων και μεγεθών. Φύλλα μέχρι 40 × 24,8 εκατοστά, οι βλαστοί από το ρίζωμα, σκούρο πράσινο από την επάνω και ανοιχτό πράσινο από την κάτω πλευρά, τριγωνικοί-ωοειδείς, υπο-στρογγυλεμένοι και ακιδωτοί στην κορυφή, άκρη των βασικών λοβών στρογγυλεμένη ή υπο-στρογγυλεμένη. Μίσχος ύψους 0,8-1,2 μ. Σπάθη μήκους μέχρι 25 εκατοστά. Σπάδιξ περίπου τα 3/5 της σπάθης, ανθοφόρα τμήματα έως 8 χιλιοστά. Το θηλυκό τμήμα στις γόνιμες ωοθήκες αναμειγμένο με στείρες λευκές. Ουδέτερα πάνω από τα θηλυκά, ρομβοειδή ή ακανόνιστα στενόμακρα. Το αρσενικό τμήμα πάνω από το ουδέτερο. Συνάνδριο λοβών, τα κύτταρα 6 ή 8. Το προσάρτημα είναι βραχύτερο από το αρσενικό τμήμα.
Το συγκεκριμένο επίθετο, esculentus, στα Λατινικά σημαίνει «εδώδιμος».
Το κολοκάσι σχετίζεται με το Ξανθόσωμον (Xanthosoma) και το Καλάδιον (Caladium), φυτά που καλλιεργούνται συνήθως ως καλλωπιστικά και όπως αυτά μερικές φορές ονομάζεται αόριστα "αυτί του ελέφαντα" (elephant ear).
Το κολοκάσι πιθανώς ήταν αρχικά γηγενές στους πεδινούς υγροτόπους της Μαλαισίας (taloes). Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το κολοκάσι ήταν σε καλλιέργεια στην υγρή τροπική Ινδία πριν από το 5000 π.Χ., πιθανώς προερχόμενο από τη Μαλαισία και από την Ινδία, μεταφέρθηκε δυτικότερα στην αρχαία Αίγυπτο, όπου περιγράφεται από Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς ως μια σημαντική καλλιέργεια. Στην Ινδία, είναι γνωστό ως "gaderi", με τα μικρότερα να ονομάζονται "arbi" ή "arvi" και να είναι πιο κοινά και πιο δημοφιλή. Στην Ινδονησία, ονομάζεται "talas" ή "keladi".
Στην Αυστραλία, η Κολοκασία η εδώδιμος ποικ. η υδρόβιος (Colocasia esculenta var. aquatilis) είναι ιθαγενής στην περιοχή Κίμπερλι της Δυτικής Αυστραλίας, η ποικιλία esculenta έχει εγκλιματισθεί στη Δυτική Αυστραλία, τη Βόρεια Επικράτεια, το Κουίνσλαντ και τη Νέα Νότια Ουαλία.
Στην Τουρκία, η Κολοκασία η εδώδιμος είναι τοπικά γνωστή ως "gölevez" και καλλιεργείται κυρίως στις Μεσογειακές ακτές, όπως στην Αλάγια, η οποία είναι μια περιοχή της Αττάλειας.
Η κύρια χρήση του κολοκασιού, είναι η κατανάλωση των βρώσιμων κονδύλων και φύλλων του. Σε ακατέργαστη μορφή, το φυτό είναι τοξικό λόγω της παρουσίας οξαλικού ασβεστίου (calcium oxalate),[3][4] και ραφίδων (κρυστάλλων οξαλικού ή πυριτικού ασβεστίου που βρίσκονται μέσα στους φυτικούς ιστούς) στα φυτικά κύτταρα. Ωστόσο, η τοξίνη μπορεί να ελαχιστοποιηθεί και ο κόνδυλος καθίσταται εύγευστος με το μαγείρεμα,[5] ή με το ολονύκτιο μούσκεμα σε κρύο νερό.
Οι κόνδυλοι της μικρής στρογγυλής ποικιλίας (πούλλες), ξεφλουδίζονται και βράζονται, πωλούνται δε είτε κατεψυγμένοι, είτε συσκευασμένοι στα δικά τους υγρά ή κονσερβοποιημένοι. Τα φύλλα είναι πλούσια σε βιταμίνες και ανόργανα άλατα.
Το κολοκάσι και οι πούλλες είναι αρκετά διαδεδομένο φαγητό στην Κύπρο. Το φυτό καλλιεργείται εντατικά στο χωρίο Σωτήρα Αμμοχώστου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου, πραγματοποιείται στο χωριό το φεστιβάλ κολοκασίου.
Πωλείται επίσης ως καλλωπιστικό υδρόβιο φυτό.
Η Κολοκασία η εδώδιμος (Colocasia esculenta) είναι τροπικό φυτό που καλλιεργείται κυρίως για τους βρώσιμους κονδύλους της, τις βρώσιμες ρίζες. Είναι κοινώς γνωστή και ως κολοκάσι και πιστεύεται ότι αποτελεί ένα από τα πρώτα φυτά που καλλιεργήθηκαν.