Η βικούνια (Vicugna vicugna) είναι το ένα από τα δύο είδη άγριων Νοτιοαμερικανικών καμηλοειδών, που ζει στις αλπικές περιοχές των Κεντρικών Άνδεων. Το άλλο είδος είναι το γουανάκος. Έχει συγγένεια με το λάμα, όμως το πιο πλησιέστερο συγγενικό είδος, το οποίο ανήκει στο ίδιο γένος, είναι το οικόσιτο αλπακά, όμως σε αντίθεση με τα παραπάνω είδη (συν το γουανάκο) κανείς ποτέ δεν κατάφερε να εξημερώσει τη βικούνια. Παρ' όλο που κατατάχθηκε στα είδη Ελάχιστης Ανησυχίας, η βικούνια είναι απειλούμενο είδος (Βλ. Κατάσταση πληθυσμού).
Η βικούνια είναι το μικρότερο είδος από τα λάμα. Είναι κομψό ζώο με μήκος της φτάνει τα 1,60 μέτρα, τα 85 εκ. σε ύψος και τα 35 κιλά σε βάρος. Έχει φίνα χαρακτηριστικά και ψηλόλιγνα πόδια, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τον μακρύ λαιμό. Το σώμα της είναι λεπτό. Το τρίχωμά της είναι μακρύ, πυκνό και μαλακό σαν μετάξι, ανοιχτό καστανό στο πάνω μέρος και τα πλάγια και λευκό στο κάτω μέρος (κοιλιά, στήθος, πόδια). Το κεφάλι της είναι μικρό και μοιάζει με λαγού, ενώ οι κάτω κοπτήρες της αναπτύσσονται συνεχώς, όπως των τρωκτικών.
Η βικούνια ζει σε μικρές ομάδες θηλυκών και μικρών κάτω από την αρχηγία ενός ενήλικου αρσενικού, που υπερασπίζεται την περιοχή του. Είναι πιο ανθεκτική απ' όσο δείχνει. Απαντά στα ψηλά και άγονα οροπέδια των Άνδεων σε υψόμετρο από 3.500 έως 5.000 μέτρα, όπου τρέφεται με την αραιή βλάστηση που βρίσκει. Σε αυτό το υψόμετρο ο αέρας περιέχει πολύ λιγότερο οξυγόνο συγκριτικά με πιο χαμηλά, αλλά η βικούνια καταφέρνει να τρέχει με 50 χλμ./ώρα.
Η βικούνια κυνηγήθηκε θανάσιμα για το μαλλί της απ' όταν έφτασαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι στην Νότια Αμερική. Κυνηγιώταν και κατά την προκολομβιακή εποχή από τους Ίνκας για αυτόν τον ίδιο σκοπό επίσης, όχι όμως σε τέτοιο επίπεδο που να τεθεί σε κίνδυνο η επιβίωση της βικούνιας. Το είδος αποδεκατίστηκε σχεδόν παντού λόγω του εμπορίου του μαλλιού της.
Ήδη από το 1825 ψηφίστηκε στο Περού ο πρώτος νόμος για την προστασία της βικούνιας από το υπερβολικό κυνήγι, αλλά δεν είχε σχεδόν κανένα αποτέλεσμα. Υπολογίζεται ότι την δεκαετία του 1950 στη χώρα αυτή ζούσαν 400.000 βικούνιες, όμως μία δεκαετία αργότερα είχε εξαφανιστεί το 90%.
Την δεκαετία του 1960 δεν είχαν απομείνει στη φύση παρά μόνο 5.000 έως 6.000 βικούνιες, όταν ξεκίνησαν σοβαρές προσπάθειες διατήρησης του είδους. Έτσι δημιουργήθηκε το Εθνικό Πάρκο Πάμπα Γκαλέρας στο Περού, όπου παρά τις μέτριες διαστάσεις του (65.000 στρέμματα), η προστατευόμενη αυτή ζώνη φιλοξενούσε τους σημαντικότερους αριθμούς βικούνιας που είχαν απομείνει στη χώρα. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν και άλλα καταφύγια για την βικούνια στη Νότια Αμερική.
Σήμερα, υπάρχουν και πάλι γύρω στις 125.000 βικούνιες, κυρίως στο Περού, καθώς και στη Βολιβία και τη βορειοδυτική Αργεντινή και Χιλή. Έχει επιτραπεί κα πάλι το περιορισμένο εμπόριο του μαλλιού της βικούνιας και για το σκοπό αυτό, έχουν δημιουργηθεί ράντσα όπου τα ζώα αυτά ζουν ελεύθερα.
Η βικούνια εμφανίζεται στο εθνόσημο του Περού.
Η βικούνια (Vicugna vicugna) είναι το ένα από τα δύο είδη άγριων Νοτιοαμερικανικών καμηλοειδών, που ζει στις αλπικές περιοχές των Κεντρικών Άνδεων. Το άλλο είδος είναι το γουανάκος. Έχει συγγένεια με το λάμα, όμως το πιο πλησιέστερο συγγενικό είδος, το οποίο ανήκει στο ίδιο γένος, είναι το οικόσιτο αλπακά, όμως σε αντίθεση με τα παραπάνω είδη (συν το γουανάκο) κανείς ποτέ δεν κατάφερε να εξημερώσει τη βικούνια. Παρ' όλο που κατατάχθηκε στα είδη Ελάχιστης Ανησυχίας, η βικούνια είναι απειλούμενο είδος (Βλ. Κατάσταση πληθυσμού).