dcsimg

Πετρίτης ( Greek, Modern (1453-) )

provided by wikipedia emerging languages

O πετρίτης είναι είδος γνήσιου [2] γερακιού (γένος Falco), που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco peregrinus , και περιλαμβάνει 18 υποείδη.[3][4]

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως, το υποείδος F. p. brookei Sharpe, 1873.[3], αλλά υπάρχει ανάμιξη των μονίμων πληθυσμών του με μεταναστευτικά άτομα που έρχονται από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες για να ξεχειμωνιάσουν εδώ, τα οποία ανήκουν στο υποείδος F. p. peregrinus.[5]

  • Ο πετρίτης, θεωρείται από τους ερευνητές, ο ταχύτερος ιπτάμενος, αρτίγονος οργανισμός στην υφήλιο -στις κάθετες εφορμήσεις- αλλά, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον γατόπαρδο στο έδαφος, οι ταχύτητες που τού αποδίδει η λαϊκή «φαντασία» δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (βλ. Ταχύτητα).

Pizdezη παγκόσμιου πληθυσμού

  • Σταθερή → [6]

Ονοματολογία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Falco, είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής Ιέραξ «γεράκι», ωστόσο, έχει την ρίζα της στην λέξη falx, -cis που σημαίνει δρεπάνι, λόγω του δρεπανοειδούς σχήματος των πτερύγων του πτηνού.

Ο όρος peregrinus στην επιστημονική ονομασία του είδους, σημαίνει «ξένος», «μη ιθαγενής, αυτός που έρχεται από κάπου αλλού, ο ξένος». Ετυμολογικά, προέρχεται από το peregre «εξωτερικό, από έξω».[7][8] Ο όρος φαίνεται να έχει τις ρίζες της στα μεσαιωνικά χρόνια, στις αρχές του 13ου αιώνα και, συγκεκριμένα, τον χρησιμοποίησε ο άγιος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας Αλβέρτος ο Μέγας (Albertus Magnus, 1193-1280).

Η ελληνική του ονομασία σχετίζεται, πιθανότατα, με τη συνήθειά του να φωλιάζει στις βραχώδεις ορθοπλαγιές.

Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Άγγλο ορνιθολόγο Μ. Τένσταλ (Marmaduke Tunstall, 1743 – 1790), ως Falco Peregrinus (Μ. Βρετανία, 1771), στο έργο του Ornithologia Britannica [9] Ο πετρίτης ανήκει σε ένα γένος του οποίου η φυλογενετική εξελικτική γραμμή καταγωγής (lineage) περιλαμβάνει τους αποκαλούμενους ιερο-ιέρακες (hierofalcons) και το βορειοαμερικανικό είδος F. mexicanus.[10][11] Αυτή η καταγωγή μάλλον αποκλίνει από τα υπόλοιπα είδη γερακιών, προς το τέλος του Ύστερου Μειόκαινου ή του Πρώιμου Πλειόκαινου, περίπου 5-8 εκατομμύρια χρόνια πριν. Καθώς η συγκεκριμένη «ομάδα» πετρίτη/ιερο-ιεράκων περιλαμβάνει είδη, τόσο του Παλαιού Κόσμου, όσο και της Β. Αμερικής, είναι πιθανόν ότι κατάγεται από την δυτική Ευρασία ή την Αφρική.

Η σχέση της με τα άλλα γεράκια δεν είναι ακόμη σαφής, δεδομένου ότι το ζήτημα περιπλέκεται από εκτεταμένες αναλύσεις υβριδισμού που προκαλεί ψευδή αποτελέσματα στις αλληλουχίες μιτοχονδριακού DNA. Σήμερα, για παράδειγμα, πετρίτες σε αιχμαλωσία ωθούνται σε διασταύρωση με άλλα είδη, όπως το χρυσογέρακο για την δημιουργία τού "perilanner", ενός σχετικά δημοφιλούς υβριδίου στην ιερακοθηρία, καθώς συνδυάζει την ικανότητα στο κυνήγι του ενός, με την ανθεκτικότητα του άλλου. Παρατηρείται ότι, ο πετρίτης εξακολουθεί να είναι γενετικά κοντά στους ιερο-ιέρακες, αν και οι γραμμές καταγωγής τους διαχωρίσθηκαν κατά το Ανώτερο Πλειόκαινο (περίπου 2.5-2 εκατομ. χρόνια πριν).[11][12][13][14][15][16][17]

  • Η ταξινομική του είδους, γενικότερα, παρουσιάζει αρκετά προβλήματα λόγω κυρίως των υβριδισμών μεταξύ των υποειδών, ιδιαίτερα στους γειτνιάζοντες πληθυσμούς, κάτι που καθιστά δύσκολη την διάκριση μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι, διαχρονικά, είχαν περιγραφεί έως και 75 υποείδη η πλειονότητα των οποίων δεν αναγνωρίζεται σήμερα.[9]

Γεωγραφική εξάπλωση

 src=
Χάρτης εξάπλωσης του F.peregrinus
Πράσινο = όλο το έτος (αναπαραγωγή και επιδημητικό)
Κίτρινο = καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης
Κυανό = χειμερινός επισκέπτης
Γαλάζιο = μεταναστευτικές περιοχές

Ο πετρίτης εμφανίζει σχεδόν παγκόσμια εξάπλωση σε όλες τις δυνατές κατηγορίες μετακίνησης ανάλογα με το υποείδος, από την Αρκτική τούνδρα μέχρι τους τροπικούς και την Ωκεανία. Μπορεί να βρεθεί σχεδόν παντού στην υφήλιο, εκτός από τις ακραίες πολικές περιοχές, τα πολύ ψηλά βουνά, και τα περισσότερα τροπικά δάση. Η μόνη μεγάλη περιοχή από την οποία απουσιάζει εντελώς είναι η Νέα Ζηλανδία, γεγονός που τον καθιστά το πιο διαδεδομένο αρπακτικό στον κόσμο και ένα από τα ευρύτερα διαδεδομένα πτηνά, γενικότερα.[18] Από τα άγρια πτηνά, μόνον ο ψαραετός φαίνεται να εμφανίζει παρόμοιο κοσμοπολιτικό φάσμα κατανομής,[19] ενώ το, παγκοσμίως διαδεδομένο, περιστέρι περιλαμβάνει και πολλούς, εξημερωμένους πληθυσμούς.

Σε αρκετές επικράτειες είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, αλλά αρέσκεται να μετακινείται ακόμη και μέσα στα όρια των περιοχών όπου διαβιοί μόνιμα ως επιδημητικό πτηνό. Οι μεγάλες, καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής του βρίσκονται στο Βόρειο ημισφαίριο, ενώ στην στην Αφρική και την Αυστραλία, βρίσκονται κυρίως καθιστικοί πληθυσμοί, που ανήκουν σε συγκεκριμένα υποείδη. Επομένως, οι μεγάλες μαζικές μεταναστεύσεις αφορούν κυρίως στα υποείδη της Βορείου Αμερικής και της Σιβηρίας (βλ. Πίνακα υποειδών).[20]

 src=
Χάρτης κατανομής των υποειδών του F.peregrinus (Ε = Εξαφανισμένο)

(Πηγές:[3][9][30])

(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Όπως φαίνεται από την κοσμοπολιτική εξάπλωση του πετρίτη, το είδος καλύπτει όλο το φάσμα των καταστάσεων μετακίνησης, ανάλογα με την περιοχή και το γεωγραφικό πλάτος. Γενικά, οι πληθυσμοί των επί μέρους υποειδών τείνουν να είναι μεταναστευτικοί στα βόρεια και ανατολικά, και επιδημητικοί ή μερικώς μεταναστευτικοί στα νότια και δυτικά. Γενικότερα μεταναστεύει το φθινόπωρο, από τον Αύγουστο έως τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ επιστρέφει στις περιοχές αναπαραγωγής από τον Μάρτιο έως τις αρχές Μαΐου, αν και νεαρά άτομα μπορεί να περάσουν το καλοκαίρι μακριά από τα εδάφη φωλιάσματος. Το κύριο ευρωπαϊκό υποείδος, F. p. peregrinus, εγκαταλείπει τις περιοχές της τούνδρας κατά τον Σεπτέμβριο και επιστρέφει από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τις αρχές Απριλίου.[19]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από την Ισλανδία και τις Φερόες, το Μπουρούντι, τις Μαλδίβες, τις Σεϋχέλλες και τον Μαυρίκιο, την Σαμόα και την Νήσο των Χριστουγέννων.[6]

  • Στην Ελλάδα, ο πετρίτης απαντά σε αραιούς πληθυσμούς, τόσο μόνιμους όσο και μεταναστευτικούς, ανάλογα με την περιοχή και την εποχή (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[31][32][33] Αναφέρεται από την Κύπρο ως σπάνιο είδος, με μερικά ζευγάρια να μένουν μόνιμα στο νησί, ενώ παρατηρείται και κατά την μετανάστευση.[34]

Βιότοπος

 src=
Ενήλικος πετρίτης εν πτήσει πτήση στον βιότοπό του

Ανάλογη με την μεγάλη εξάπλωση του είδους είναι και η ποικιλομορφία οικοτόπων στους οποίους συχνάζει, καταλαμβάνοντας ενδιαιτήματα από τις τροπικές και τις ερημικές περιοχές, έως την τούνδρα και τις ακτές, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 4.000 μ. Τα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα βρίσκονται, συνήθως, σε κάθετους βράχους, συχνά με προεξέχοντα γείσα, για προστασία και επισκόπηση του περβάλλοντος χώρου. Ιδανικές θεωρούνται οι αδιατάρακτες περιοχές με ευρεία θέα, κοντά σε νερό και με αφθονία θηραμάτων, στην τούνδρα, την σαβάνα, τις δασωμένες κοιλάδες ποταμών, τις ακτές και τα ψηλά βουνά. Ωστόσο, περιλαμβάνονται και τεχνητές θέσεις, όπως ψηλά κτίρια, γέφυρες, λατομεία πέτρας και υπερυψωμένες πλατφόρμες. Στις βόρειες χώρες απαντούν, τελευταία, κοντά ή και μέσα σε πόλεις,[18]

  • Στην Ελλάδα, ο πετρίτης ζει ως επί το πλείστον κατά μήκος οροσειρών, σε κοιλάδες ποταμών, σε ακτές, σε έλη, σε ανοιχτές εκτάσεις, αρκεί όλοι αυτοί οι οικότοποι να γειτνιάζουν με βράχια.[5] Απαντά από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.500 μ. και φωλιάζει σε κάθετες ορθοπλαγιές φαραγγιών ή παράκτιων περιοχών –ιδιαίτερα στα νησιά. Αν και στην υπόλοιπη Ευρώπη φωλιάζει και μέσα στιις πόλεις, στην Ελλάδα δεν παρατηρείται κάτι τέτοιο, όμως μπορεί να κυνηγάει μέσα σε αυτές, κυρίως περιστέρια και ψαρόνια. Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι πετρίτες απομακρύνονται από τις βραχώδεις περιοχές και μπορεί να παρατηρηθούν στα ηπειρωτικά, σε παράκτια πεδινά και υγροτόπους, όπου αναζητούν θηράματα.[33]

Μορφολογία

Ο πετρίτης είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα γεράκια με το χαρακτηριστικό του πτέρωμα στο οποίο κάνουν αντίθεση οι ανοικτόχρωμες με τις σκουρόχρωμες περιοχές, ενώ στο κεφάλι ξεχωρίζει η, επίσης χαρακτηριστική, σκούρα «μάσκα». Είναι το πιο «γεροδεμένο» γεράκι όσον αφορά στο εύρος του στήθους και του σωματικού όγκου.[35]

Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν παρόμοιο πτέρωμα και μοτίβα, αλλά, όπως και σε πολλά άλλα αρπακτικά πτηνά, εμφανίζεται έντονος σεξουαλικός διμορφισμός [35] στο μέγεθος και το βάρος, με το θηλυκό να ζυγίζει έως και 30% περισσότερο από το αρσενικό.[36]. Η ράχη και οι μυτερές πτέρυγες του ενήλικου πετρίτη είναι συνήθως μπλε-μαύρα με μολυβί-γκρι απόχρωση και δυσδιάκριτες σκοτεινές ρίγες, ενώ οι άκρες τους είναι μαύρες. Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι ωχρόλευκη-σκωριόχρωμη με λεπτές, σκούρες καφέ ή μαύρες ταινίες.[18]

Η ουρά είναι χρωματισμένη όπως η ράχη, αλλά με καθαρές λεπτές γραμμές, μακριά, στενή και στρογγυλεμένη στο τελείωμα, με μαύρη ρίγα και λευκή ζώνη στην άκρη της. Η κορυφή του κεφαλιού και το «μουστάκι» κατά μήκος των παρειών είναι μαύρα, κάνοντας μεγάλη αντίθεση με τις ανοικτόχρωμες πλευρές του τραχήλου και τον λευκό λαιμό.[37].

 src=
Κεφάλι ενήλικου πετρίτη, όπου δικρίνεται η διχαλωτή άκρη της ρινοθήκης

Η ίριδα εναι καστανόμαυρη, το κήρωμα, οι ταρσοί, τα πόδια και το ράμφος είναι κίτρινα, ενώ οι γαμψώνυχες μαύροι. Η ρινοθήκη είναι μυτερή και διχαλωτή στο άκρο της, προσαρμογή που επιτρέπει στα γεράκια να σκοτώνουν το θήραμα με διάτρηση της σπονδυλικής στήλης στο ύψος του λαιμού.

Τα νεαρά άτομα είναι πιο καφετί, με στίξεις -παρά ταινίες- στην κάτω επιφάνεια του σώματος, ανοικτοκύανο κήρωμα και οφθαλμικό δακτύλιο.[23][38]

Βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος: ♂ (34-) 38 έως 44 (-46) εκατοστά, ♀ (44-) 46 έως 51 (-58) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: ♂ (74-) 89 έως 95 (-100) εκατοστά, ♀ (100-) 104 έως 113 (-120) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 26,5 έως 39 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 4,5 έως 5,6 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 13 έως 19 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 330 – 1.000 γραμμάρια, ♀ 700 – 1.500 γραμμάρια

(Πηγές:[18][23][35][38][39][19][40][5][41][42][43][44][45][46][47][48][49]

Τροφή

 src=
Ενήλικος πετρίτης (υποείδος F. p. tundrius)

Ο πετρίτης τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με μεσαίου μεγέθους πτηνά, κυρίως περιστέρια, αλλά και υδρόβια, ωδικά και καλοβατικά.[50] Παγκοσμίως, υπολογίζεται ότι μεταξύ 1.500 και 2.000 είδη πουλιών (μέχρι περίπου το ένα πέμπτο των ειδών των πτηνών στον κόσμο) βρίσκονται στο διαιτολόγιο αυτών των γερακιών. Στην Βόρεια Αμερική, τα θηράματα ποικίλλουν σε μέγεθος από τα μικρόσωμα κολιμπρί, βάρους 3 γραμμαρίων (Archilochus spp., Selasphorus spp.), μέχρι τους καναδικούς γερανούς (Grus canadensis), βάρους 3,1 κιλών. Πάντως, τα περισσότερα θηράματα έχουν βάρος από 20 έως 1.100 γραμμάρια.[51][52]

Ο πετρίτης έχει το πιο ευρύ φάσμα θηραμάτων/πτηνών από οποιοδήποτε αρπακτικό στη Βόρεια Αμερική, με περισσότερα από 300 είδη, συμπεριλαμβανομένων περίπου 100 παρυδάτιων.[53] Ακόμη και μικρότερα γεράκια θηρεύονται, όπως το νανογέρακο, αλλά και κουκουβάγιες.[54][55] Στις αστικές περιοχές, το κύριο θήραμα είναι τα περιστέρια, που αποτελούν το 80% ή περισσότερο της δίαιτάς τους σε ορισμένες πόλεις. Άλλα κοινά πουλιά που προτιμώνται τακτικά, είναι οι πάπιες, οι φάσσες, τα πετροχελίδονα, τα ψαρόνια, οι κοκκινολαίμηδες, τα κοτσύφια και διάφορα κορακοειδή (όπως κουρούνες και καρακάξες).[56]

Εκτός από τις νυχτερίδες που κυνηγά το βράδυ,[56] ο πετρίτης σπάνια στρέφεται σε θηλαστικά, όπως ποντίκια, λαγούς, μυγαλές και σκίουρους. Οι παράκτιοι πληθυσμοί του μεγαλόσωμου υποείδους pealei τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με θαλασσοπούλια.[37] Έντομα και τα ερπετά αποτελούν μικρό ποσοστό της δίαιτας, η οποία ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τα διαθέσιμα θηράματα[50].

Τεχνικές θήρευσης

 src=
Σχηματική αναπαράσταση της σιλουέτας του πετρίτη, πριν και κατά την επίθεση

Ο πετρίτης κυνηγά την αυγή και το σούρουπο, όταν τα θηράματα είναι πιο δραστήρια, αλλά επίσης και κατά την διάρκεια της νύκτας στις πόλεις, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους μετανάστευσης, οπότε το νυχτερινό κυνήγι γίνεται κανόνας. Τότε, συλλαμβάνονται είδη διαφορετικά μεταξύ τους, κούκοι, μαυροβουτηχτάρια, ορτύκια και πουλάδες.[56] Ο πετρίτης απαιτεί ανοικτό χώρο για να κυνηγήσει, ως εκ τούτου συχνά κυνηγάει πάνω από ανοικτό νερό, έλη, κοιλάδες, πεδιάδες και την τούνδρα, είτε από θέση επόπτευσης (perching post) ή στον αέρα.[57] Τα μεγάλα σμήνη μεταναστών, ιδίως τα είδη που συγκεντρώνονται σε ανοικτές περιοχές, όπως τα παρυδάτια, μπορεί να προσελκύουν έντονα τους πετρίτες.

Μόλις το θήραμα εντοπιστεί, ο πετρίτης αρχίζει την κάθετη εφόρμηση διπλώνοντας προς τα πίσω την ουρά και τις πτέρυγες, με τα πόδια μαζεμένα.[37] Το θήραμα, συνήθως, δέχεται κτύπημα και συλλαμβάνεται με τους γαμψώνυχες στον αέρα. Αν το θήραμά του είναι πάρα πολύ βαρύ για μεταφορά, ο πετρίτης το ρίχνει στο έδαφος και το τρώει εκεί. Αν αστοχήσει στην πρώτη επίθεση, θα κυνηγήσει ξανά την λεία του, κάνοντας στροφή.[58] Παρά το γεγονός ότι θεωρείτο μέχρι σήμερα σπάνιo, σε αρκετές περιπτώσεις οι πετρίτες κυνηγούν χρησιμοποιώντας τις φυσικές καμπύλες του εδάφους για να αιφνιδιάσουν το θήραμα στο έδαφος, ενώ έχουν αναφερθεί ακόμη και σπάνιες περιπτώσεις καταδίωξης του θηράματος με τα πόδια. Επιπλέον, έχουν τεκμηριωθεί περιπτώσεις που καιροφυλακτούν για νεοσσούς στην φωλιά, όπως μικρούς γλάρους. Το θήραμα «ξεπουπουλιάζεται» πριν καταναλωθεί.

Ταχύτητα

Ο πετρίτης κατέχει επάξια τον τίτλο του ταχύτερου ζωντανού οργανισμού στον πλανήτη, αλλά όχι σε ευθεία πτήση, παρά μόνον όταν εκτελεί κάθετες εφορμήσεις (stoops). Ωστόσο, υπάρχουν μυθεύματα για υπερβολικές ταχύτητες που ουδέποτε έχουν καταμετρηθεί.

  • Η παρερμηνεία οφείλεται στο ότι, μελέτη που εκπονήθηκε για να μετρηθεί η δυνατότητα επίτευξης υψηλών ταχυτήτων σε μοντέλο ενός «ιδανικού» γερακιού, έδωσε πολύ μεγάλους αριθμούς, αυτό όμως στην θεωρία και μόνον. Συγκεκριμένα, τα πειραματικά μοντέλα έδειξαν ότι, οι πτητικές ικανότητες ενός «θεωρητικού προτύπου», μπορούν να αποφέρουν ταχύτητες της τάξης των 400 χλμ/ώρα για πτήσεις σε μικρό υψόμετρο και των 625 χλμ/ώρα για πτήσεις σε μεγάλο υψόμετρο.[59]
  • Η υψηλότερη, επίσημα καταγεγραμμένη ταχύτητα ήταν τα 389 χλμ/ώρα, σε άτομο που εκτελούσε κάθετη εφόρμηση (stoop).[60]

Πάντως, μέσες ωριαίες ταχύτητες της τάξης των 325 χλμ/ώρα είναι αρκετά συνηθισμένες. Η πίεση του εισερχόμενου αέρα σε τέτοιες ταχύτητες, θα μπορούσε να βλάψει τους πνεύμονες οποιουδήποτε πτηνού, αλλά μικρά οστέινα φύματα (tubercles) στα ρουθούνια του πετρίτη οδηγούν την ισχυρή ροή του αέρα μακριά έτσι, ώστε το πουλί να αναπνέει πιο εύκολα, εξομαλύνοντας την αλλαγή στην ατμοσφαιρική πίεση[61]. Επίσης, για να προστατεύουν τα μάτια τους, οι πετρίτες χρησιμοποιούν τις σκαρδαμυκτικές μεμβράνες (τρίτα βλέφαρα), που διασπείρουν τα δάκρυα και καθαρίζουν από σκόνες κ.α., διατηρώντας παράλληλα την όραση.

Πτήση

 src=
Πετρίτης εν πτήσει

Ο πετρίτης διατηρεί τις πτέρυγες ελαφρά γυρτές κατά την πτήση, με την καρπική άρθρωση να διακρίνεται καλώς. Τα φτεροκοπήματα έχουν μέτρια συχνότητα και είναι μάλλον «ρηχά» και διακοπτόμενα από σύντομες αερολισθήσεις, αλλά γίνονται σαφώς πιο γρήγορα και δυνατά όταν επισημανθεί κάποιο θήραμα.[35]

Αναπαραγωγή

 src=
Falco peregrinus
 src=
Falco peregrinus madens

Η εποχή αναπαραγωγής ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή, αλλά πραγματοποιείται γενικά από Φεβρουάριο έως Μάρτιο στο Βόρειο ημισφαίριο, και από Ιούλιο έως Αύγουστο στο Νότιο, αν και οι πληθυσμοί στην Αυστραλία μπορούν να γεννήσουν μέχρι και το Νοέμβριο, και οι ισημερινοί πληθυσμοί μπορεί να φωλιάζουν οποτεδήποτε μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου.

Ο πετρίτης κατά τη διάρκεια του φωλιάσματος είναι έντονα εδαφικός και, οι φωλιές μπορεί να απέχουν μέχρι και 1 χιλιόμετρο, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχουν πολλά ζευγάρια αναπαραγωγής.[62].

Φωλιάζει συνήθως σε γείσα ή σε άκρες γκρεμών και ορθοπλαγιών. Το σημείο επιλέγεται από το θηλυκό, όπου διαλέγει μια ρηχή κοιλότητα για να γεννήσει τα αβγά. Δεν προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, ενώ η φωλιά έχει συνήθως νότιο προσανατολισμό.[37]. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Αυστραλία και στη δυτική ακτή της Βόρειας Αμερικής, χρησιμοποιούνται οι μεγάλες κοιλότητες δέντρων για φώλιασμα. Πριν τη μείωση των περισσότερων ευρωπαϊκών πληθυσμών, μεγάλο μέρος από τους πετρίτες στην κεντρική και δυτική Ευρώπη χρησιμοποιούσαν τις εγκαταλελειμμένες φωλιές άλλων μεγάλων πουλιών.[50].

Σε απομακρυσμένες, αδιατάρακτες περιοχές όπως στην Αρκτική, απότομες πλαγιές, ακόμη και χαμηλά βράχια και αναχώματα μπορεί να χρησιμοποιούνται ως φωλιές. Σε πολλά μέρη, οι πετρίτες φωλιάζουν πλέον τακτικά σε ψηλά κτήρια, καμπαναριά ή γέφυρες.

Η γέννα αποτελείται από (2-) 3 έως 4 (-6) υποελλειπτικά προς ελαφρώς ελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 52, 0 Χ 40,9 χιλιοστών [63] και βάρους 48 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[64] Τα αβγά εναποτίθενται ανά διαστήματα 2-3 (-6) ημερών μεταξύ τους.[65] Εάν καταστραφούν νωρίς στην εποχή, το θηλυκό γεννά συνήθως ξανά, αν και αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Αρκτική λόγω της σύντομης θερινής περιόδου. Eπωάζονται για 29 -33 ημέρες, κυρίως από το θηλυκό, με το αρσενικό να βοηθά, επίσης, στην επώαση των αυγών κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά μόνο το θηλυκό τα επωάζει τη νύχτα.

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και τρέφονται, για τις πρώτες 14 ημέρες, με το θηλυκό στη φωλιά, αλλά αργότερα τα αφήνει συχνότερα προς αναζήτηση τροφής, που φθάνει σε ακτίνα μέχρι και 19-24 χιλιόμετρα από τη φωλιά.[66] Πτερώνονται στις 18 ημέρες και εκτελούν τις πρώτες πτήσεις τους στις 35-42 ημέρες, αλλά εξακολουθούν να εξαρτώνται από τους γονείς τους για 2 μήνες ακόμη.[67]

Θηρευτές της φωλιάς

Οι πετρίτες υπερασπίζονται την φωλιά τους απέναντι σε ομοειδή ζευγάρια, αλλά και από κοράκια, ερωδιούς και γλάρους. Εάν φωλιάζουν στο έδαφος, την υπερασπίζονται από θηλαστικά, όπως αλεπούδες, αδηφάγους, αιλουροειδή, αρκούδες, λύκους και πούμα.[68] Οι ενήλικες μπορεί να κινδυνεύσουν -σπάνια, βέβαια- από μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά, όπως είναι οι αετοί και οι μεγάλες κουκουβάγιες. Οι πιο σοβαροί θηρευτές είναι οι μπούφοι, τόσο στην Ευρασία όσο και στην Βόρεια Αμερική, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν λυμαίνονται τις φωλιές, αρπάζοντας νεοσσούς αλλά και ενήλικα άτομα.[69][70] Η υπεράσπιση της φωλιάς είναι τόσο σθεναρή που, κάποιοι γονείς έχουν καταφέρει να εξουδετερώσουν αρπακτικά όπως ο χρυσαετός και ο λευκοκέφαλος θαλασσαετός, που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά.

Κατάσταση πληθυσμού

Ο πετρίτης κινδύνευσε σοβαρά με εξαφάνιση λόγω της χρήσης οργανοχλωριούχων παρασιτοκτόνων, ειδικά τού DDT, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, '60, και '70[71] Οι δηλητηριώδεις ουσίες συσσωρεύονταν στον λιπώδη ιστό των πτηνών, μειώνοντας την ποσότητα του ασβεστίου στο κέλυφος των αβγών τους. Με λεπτότερο κέλυφος, λιγότερα αβγά έφθαναν στην εκκόλαψη.[72]

Σήμερα, οι πληθυσμοί του πετρίτη έχουν ανακάμψει στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Στη Βρετανία, υπήρξε ανάκαμψη των πληθυσμών μετά τη δεκαετία του 1960. Αυτό έχει βοηθηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Βασιλική Εταιρεία για την Προστασία των Πτηνών.

Κατάσταση στην Ελλάδα

Στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο πετρίτης έχει ευρεία αλλά αραιή εξάπλωση, κάτι που συμβαίνει και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Ωστόσο, στην Κρήτη είναι σπάνιος. Οι πληθυσμοί του είναι δύσκολο να καταμετρηθούν με ακρίβεια, αλλά υπάρχει μείωση ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών και στην Β. Πελοπόννησο. Πολύ λίγα είναι γνωστά για την μεταναστευτική του συμπεριφορά, αν και θεωρείται ότι είναι καθιστικό πτηνό στην πλειονότητα των περιπτώσεων, με μικρές υψομετρικές μετακινήσεις κατά την διάρκεια του χειμώνα, λόγω έλλειψης τροφής.[33]

Γενικά, μπορεί να παρατηρηθεί στο πεδίο αλλά όχι τόσο συχνά. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η λαθροθηρία και η δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα).[73]

Ιερακοθηρία

Ο πετρίτης είναι, ίσως, το παλαιότερο γεράκι στην ιερακοθηρία, με αναφορές για χρησιμοποίησή του από τους νομάδες της Κ.Ασίας, εδώ και 3000 χρόνια.[62].

Άλλες ονομασίες

Ο Πετρίτης απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Ταξιδογέρακας [44] Σπιζίας, Φάλκονας ή Φάλκος (Κρήτη) [74] και Τζάνος (Κύπρος).[75]

Σημειώσεις

i. ^ Περιλαμβάνει και το F. p. submelanogenys

Παραπομπές

  1. Howard & Moore, p. 94
  2. Σύμφωνα με τον Β. Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα», τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 97
  4. Howard and Moore, 4th ed.
  5. 5,0 5,1 5,2 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 134
  6. 6,0 6,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/45354964/0
  7. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=peregrinus
  8. Valpy, p. 332
  9. 9,0 9,1 9,2 http://ibc.lynxeds.com/species/peregrine-falcon-falco-peregrinus
  10. Contra Helbig et al
  11. 11,0 11,1 Wink et al
  12. Helbig et al
  13. Griffiths
  14. Wink & Sauer-Gürth
  15. Groombridge et al
  16. Griffiths et al
  17. Nittinger et al
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 18,5 18,6 Ferguson-Lees & Christie
  19. 19,0 19,1 19,2 planetofbirds.com
  20. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22705764
  21. Lehr & Lehr
  22. Pande et al
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 Snow
  24. Ellis & Garat
  25. del Hoyo et al
  26. Peters et al, p. 423
  27. Proctor & Lynch, p. 13
  28. 28,0 28,1 White et al
  29. Döttlinger & Nicholls
  30. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=175604
  31. RDB, σ. 161
  32. ΣΠΕΕ, σ. 247
  33. 33,0 33,1 33,2 Handrinos & Akriotis, p. 148
  34. Σφήκας, σ. 29
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 Mullarney et al, p. 120
  36. Scholz
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 Terres
  38. 38,0 38,1 White, pp. 216–275
  39. Gray, p. 71
  40. Grimmett et al, p. 140
  41. Harrison & Greensmith, p. 105
  42. Flegg, p. 98
  43. Heinzel et al, p. 106
  44. 44,0 44,1 Όντρια (Ι), σ. 71
  45. Perrins, p. 100
  46. Bruun, p. 86
  47. Scott & Forrest, p. 68
  48. Singer, p. 145
  49. http://www.ibercajalav.net
  50. 50,0 50,1 50,2 Beckstead
  51. "Birds of North America Online".Bna.birds.cornell.edu
  52. Brown & Amadon
  53. Sherrod
  54. Hogan
  55. Klem et al
  56. 56,0 56,1 56,2 Drewitt & Dixon
  57. Ehrlich et al
  58. Treleaven
  59. Tucker
  60. Harpole
  61. Wisconsin Department of Natural Resources
  62. 62,0 62,1 Blood, D. and Banasch, U. (2001). "Hinterland Who's Who Bird Fact Sheets: Peregrine Falcon". Archived from the original on 2008-05-08. https://web.archive.org/web/20080508212057/http://www.hww.ca/hww2.asp?id=60
  63. Harrison, p. 109
  64. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob3200.htm#onames
  65. Peterson, p. 171
  66. Towry
  67. Harrison, p. 110
  68. Blood & Banasch
  69. Walton & Thelander
  70. Brambilla et al
  71. J. Cade, J. H. Enderson, C. G. Thelander & C. M. White (Eds): Peregrine Falcon Populations – Their management and recovery. The Peregrine Fund, Boise, Idaho, 1988. ISBN 0-9619839-0-6
  72. Brown, L. (1976): Birds of Prey: Their biology and ecology: 226. Hamlyn. ISBN 0-600-31306-9
  73. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 47
  74. Απαλοδήμος, σ.28-29
  75. http://avibase.bsc-eoc.org/species

Πηγές

  • Beckstead, D. (2001) American Peregrine Falcon[dead link] U.S. National Park Service Version of 2001-03-09.
  • Blood, D.; Banasch, U. (2001). Hinterland Who's Who Bird Fact Sheets: Peregrine Falcon.
  • Brambilla, M.; Rubolini, D.; Guidali, F. (2006). Factors affecting breeding habitat selection in a cliff-nesting peregrine Falco peregrinus population. Journal of Ornithology 147 (3): 428–435. doi:10.1007/s10336-005-0028-2.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Brown, Leslie; Amadon, Dean (1986). Eagles, Hawks and Falcons of the World. The Wellfleet Press. ISBN 978-1555214722.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Döttlinger, H.; Nicholls, M. (2005). Distribution and population trends of the 'black shaheen' Peregrine Falcon Falco peregrinus peregrinator and the eastern Peregrine Falcon F. p. calidus in Sri Lanka (PDF). Forktail 21: 133–138.
  • Drewitt, E.J.A.; Dixon, N. (February 2008). Diet and prey selection of urban-dwelling Peregrine Falcons in southwest England (PDF). British Birds 101: 58–67.
  • Ehrlich, P.; Dobkin, D.; Wheye, D. (1992). Birds in Jeopardy: The Imperiled and Extinct Birds of the United States. Stanford University Press. ISBN 0-8047-1981-0.
  • Ellis, David H.; Garat, Cesar P. (1983). "The Pallid Falcon Falco kreyenborgi is a colour phase of the Austral Peregrine Falcon (Falco peregrinus cassini)" (PDF). Auk 100 (2): 269–271.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Griffiths, C. S. (1999): Phylogeny of the Falconidae inferred from molecular and morphological data. Auk 116(1): 116–130. PDF fulltext
  • Griffiths, C. S.; Barrowclough, G. F.; Groth, Jeff G. & Mertz, Lisa (2004): Phylogeny of the Falconidae (Aves): a comparison of the efficacy of morphological, mitochondrial, and nuclear data. Molecular Phylogenetics and Evolution 32(1): 101–109. doi:10.1016/j.ympev.2003.11.019 (HTML abstract)
  • Groombridge, J. J.; Jones, C. G.; Bayes, M. K.; van Zyl, A.J.; Carrillo, J.; Nichols, R. A. & Bruford, M. W. (2002): A molecular phylogeny of African kestrels with reference to divergence across the Indian Ocean. Molecular Phylogenetics and Evolution 25(2): 267–277. doi:10.1016/S1055-7903(02)00254-3 (HTML abstract)
  • Harpole, Tom (1 March 2005). Falling with the Falcon. Smithsonian Air & Space magazine. Retrieved 4 September 2008.
  • Helbig, A.J.; Seibold, I.; Bednarek, W.; Brüning, H.; Gaucher, P.; Ristow, D.; Scharlau, W.; Schmidl, D. & Wink, M. (1994): Phylogenetic relationships among falcon species (genus Falco) according to DNA sequence variation of the cytochrome b gene. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R.D. (eds.): Raptor conservation today: 593–599. PDF fulltext
  • Hogan, C. Michael, ed. (2010). American Kestrel. Encyclopedia of Earth. Editor-in-chief C. Cleveland (U.S. National Council for Science and the Environment).
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: October, 2015)
  • Klem, D.; Hillegass, B.S.; Peters, D.A. (1985). Raptors killing raptors. Wilson Bulletin 97: 230–231.
  • Lehr, Jay H.; Lehr, Janet K. (2000). "6.1.11". Standard handbook of environmental science, health, and technology. McGraw-Hill Professional. ISBN 0-07-038309-X.
  • Nittinger, F.; Haring, E.; Pinsker, W.; Wink, M. & Gamauf, A. (2005): Out of Africa? Phylogenetic relationships between Falco biarmicus and other hierofalcons (Aves Falconidae) . Journal of Zoological Systematics and Evolutionary Research 43(4): 321–331. doi:10.1111/j.1439-0469.2005.00326.x PDF fulltext
  • Pande, Satish; Yosef, Reuven; Mahabal, Anil (2009). Distribution of the Peregrine Falcon (Falco peregrinus babylonicus, F. p. calidus and F. p. peregrinator) in India with some notes on the nesting habits of the Shaheen Falcon. In Sielicki, Janusz. Peregrine Falcon populations – Status and Perspectives in the 21st Century. Mizera, Tadeusz. European Peregrine Falcon Working Group and Society for the Protection of Wild animals "Falcon", Poland and Turl Publishing & Poznan University of Life Sciences Press, Warsaw-Poznan. pp. 493–520. ISBN 978-83-920969-6-2.
  • Peters, J.L.; Mayr, E.; Cottrell, W. (1979). Check-list of Birds of the World. Museum of Comparative Zoology.
  • Peterson, R. T (1976): A Field Guide to the Birds of Texas: And Adjacent States. Houghton Mifflin Field Guides. ISBN 0-395-92138-4
  • Proctor, N.; Lynch, P. (1993). Manual of Ornithology: Avian Structure & Function. Yale University Press. ISBN 0-300-07619-3.
  • Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • Sherrod, S.K. (1978). Diets of North American Falconiformes. Raptor Research 12 (3–4): 49–121.
  • Snow, D.W. (1998). The Complete Birds of the Western Palaearctic on CD-ROM. Oxford University Press. ISBN 0-19-268579-1.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix. 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • Terres, J.K. (1991). The Audubon Society Encyclopedia of North American Birds. New York: Wings Books. ISBN 0-517-03288-0.
*Towry, R. K. (1987): Wildlife habitat requirements. Pages 73–210 in R. L. Hoover & D. L. Wills (editors) Managing Forested Lands for Wildlife. Colorado Division of Wildlife, Denver, Colorado, USA. 
  • Treleaven, R.B. (1980). High and low intensity hunting in raptors. Zeitschrift für Tierpsychologie 54 (4): 339–345. doi:10.1111/j.1439-0310.1980.tb01250.x.
  • Tucker, V.A. (1998). Gliding flight: speed and acceleration of ideal falcons during diving and pull out (PDF). Journal of Experimental Biology 201 (3): 403–414
  • Tunstall, Marmaduke (1771). Ornithologia Britannica: seu Avium omnium Britannicarum tam terrestrium, quam aquaticarum catalogus, sermone Latino, Anglico et Gallico redditus: cui subjuctur appendix avec alennigenas, in Angliam raro advenientes, complectens (in Latin). London: J. Dixwell.
  • Walton, B.J.; Thelander, C.G. (1988). Peregrine falcon management efforts in California, Oregon, Washington, and Nevada. Peregrine falcon populations: their management and recovery (Boise, Idaho: The Peregrine Fund). pp. 587–598.
  • White, Clayton M.; Clum, Nancy J.; Cade, Tom J.; Hunt, W. Grainger (2002). Poole, A., ed. Peregrine Falcon (Falco peregrinus) . The Birds of North America Online. Ithaca: Cornell Lab of Ornithology. doi:10.2173/bna.660.
  • Wink, M. & Sauer-Gürth, H. (2000): Advances in the molecular systematics of African raptors. In: Chancellor, R.D. & Meyburg, B.-U. (eds): Raptors at Risk: 135–147. WWGBP/Hancock House, Berlin/Blaine. PDF fulltext
  • Wink, M.; Döttlinger, H.; Nicholls, M. K. & Sauer-Gürth, H. (2000): Phylogenetic relationships between Black Shaheen (Falco peregrinus peregrinator), Red-naped Shaheen (F. pelegrinoides babylonicus) and Peregrines (F. peregrinus). In: Chancellor, R.D. & Meyburg, B.-U. (eds): Raptors at Risk: 853–857. WWGBP/Hancock House, Berlin/Blaine. PDF fulltext
  • Wink, M.; Sauer-Gürth, H.; Ellis, D. & Kenward, R. (2004): Phylogenetic relationships in the Hierofalco complex (Saker-, Gyr-, Lanner-, Laggar Falcon). In: Chancellor, R.D. & Meyburg, B.-U. (eds.): Raptors Worldwide: 499–504. WWGBP, Berlin. PDF fulltext
  • Wink, M.; Seibold, I.; Lotfikhah, F. & Bednarek, W. (1998): Molecular systematics of holarctic raptors (Order Falconiformes). In: Chancellor, R.D., Meyburg, B.-U. & Ferrero, J.J. (eds.): Holarctic Birds of Prey: 29–48. Adenex & WWGBP. PDF fulltext

Βιβλιογραφία

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
license
cc-by-sa-3.0
copyright
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia

Πετρίτης: Brief Summary ( Greek, Modern (1453-) )

provided by wikipedia emerging languages

O πετρίτης είναι είδος γνήσιου γερακιού (γένος Falco), που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco peregrinus , και περιλαμβάνει 18 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως, το υποείδος F. p. brookei Sharpe, 1873., αλλά υπάρχει ανάμιξη των μονίμων πληθυσμών του με μεταναστευτικά άτομα που έρχονται από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες για να ξεχειμωνιάσουν εδώ, τα οποία ανήκουν στο υποείδος F. p. peregrinus.

Ο πετρίτης, θεωρείται από τους ερευνητές, ο ταχύτερος ιπτάμενος, αρτίγονος οργανισμός στην υφήλιο -στις κάθετες εφορμήσεις- αλλά, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον γατόπαρδο στο έδαφος, οι ταχύτητες που τού αποδίδει η λαϊκή «φαντασία» δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (βλ. Ταχύτητα).
license
cc-by-sa-3.0
copyright
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia