Ο καρχαρίας τροφός (επιστημονική ονομασία Ginglymostoma cirratum - Γιγγλυμόστομα το σγουρό[2]) είναι το μόνο μέλος του γένους Γιγγλυμόστομα (Ginglymostoma), το οποίο ανήκει στους καρχαρίες τροφούς (οικογένεια Γιγγλυμοστοματίδες). Απατάνται σε τροπικά και υποτροπικά νερά πάνω από την ηπειρωτική και νησιωτική υφαλοκρηπίδα, σε βάθος από ένα έως 75 μέτρα. Φτάνει σε μήκος τα 4,3 μέτρα. Είναι συγγενικός με το φαλαινοκαρχαρία και το καρχαρία ζέβρα.
Ο καρχαρίας τροφός είναι νυκτόβιο ζώο, σχηματίζοντας την ημέρα ομάδες 40 ατόμων. Ο καρχαρίας τροφός κρύβεται σε κοιλότητες βράχων την ημέρα, με τον κάθε καρχαρία να φαίνεται να προτιμά κάποιες, στις οποίες γυρίζει κάθε βράδυ μετά το κυνήγι. Τρέφεται κυρίως με καρκινοειδή, μαλάκια, ουροχορδωτά, θαλάσσια φίδια και άλλα ψάρια, και ιδίος τους αετούς. Αναπαράγωγονται ως ωοζωοτόκα, με το θηλυκό να γεννά 21 με 29 μικρά ύστερα από εξάμηνη κύηση.[3] Ο κύκλος αναπαργωγής διαρκεί δύο χρόνια.
Οι καρχαρίες αυτοί δεν θεωρούνται επικίνδυνοι, αν και έχουν επιτεθεί σε ανθρώπους. Αν και δεν αλιεύεται τακτικά, αποτελεί ένα εύκολο στόχο για τους αλιείς. Το δέρμα τους είναι πολύ τραχύ και γι'αυτό το λόγο είναι περιζήτητο, ενώ επίσης χρησιμοποίείται το λάδι από το συκώτι τους και το κρέας τους.
Ο καρχαρίας τροφός (επιστημονική ονομασία Ginglymostoma cirratum - Γιγγλυμόστομα το σγουρό) είναι το μόνο μέλος του γένους Γιγγλυμόστομα (Ginglymostoma), το οποίο ανήκει στους καρχαρίες τροφούς (οικογένεια Γιγγλυμοστοματίδες). Απατάνται σε τροπικά και υποτροπικά νερά πάνω από την ηπειρωτική και νησιωτική υφαλοκρηπίδα, σε βάθος από ένα έως 75 μέτρα. Φτάνει σε μήκος τα 4,3 μέτρα. Είναι συγγενικός με το φαλαινοκαρχαρία και το καρχαρία ζέβρα.
Ο καρχαρίας τροφός είναι νυκτόβιο ζώο, σχηματίζοντας την ημέρα ομάδες 40 ατόμων. Ο καρχαρίας τροφός κρύβεται σε κοιλότητες βράχων την ημέρα, με τον κάθε καρχαρία να φαίνεται να προτιμά κάποιες, στις οποίες γυρίζει κάθε βράδυ μετά το κυνήγι. Τρέφεται κυρίως με καρκινοειδή, μαλάκια, ουροχορδωτά, θαλάσσια φίδια και άλλα ψάρια, και ιδίος τους αετούς. Αναπαράγωγονται ως ωοζωοτόκα, με το θηλυκό να γεννά 21 με 29 μικρά ύστερα από εξάμηνη κύηση. Ο κύκλος αναπαργωγής διαρκεί δύο χρόνια.
Οι καρχαρίες αυτοί δεν θεωρούνται επικίνδυνοι, αν και έχουν επιτεθεί σε ανθρώπους. Αν και δεν αλιεύεται τακτικά, αποτελεί ένα εύκολο στόχο για τους αλιείς. Το δέρμα τους είναι πολύ τραχύ και γι'αυτό το λόγο είναι περιζήτητο, ενώ επίσης χρησιμοποίείται το λάδι από το συκώτι τους και το κρέας τους.
Акула-нянька (Ginglymostoma cirratum) — адзіны прадстаўнік роду вусатых акул-нянек (Ginglymostoma) сямейства вусатыя акулы.
Мае аднастайную жоўта-карычневую афарбоўку. Можа дасягаць 4 мэтраў у даўжыню, але звычайна не перавышае 2,5-3 мэтраў. Трымаецца на глыбіні ад 0,5 да 3 мэтраў, можа зьбірацца ў статкі да 40 асобінаў.
Марудлівыя і малаактыўныя акулы-нянькі харчуюцца крабамі, васьміногамі, марскімі вожыкамі, дробнай рыбай. Як правіла, акулы-нянькі бясьпечныя для чалавека. Аднак зарэгістравана некалькі выпадкаў нападзеньняў, справакавых самімі купальшчыкамі.