Η Μεγάλη φρεγάτα είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογενείας των Φρεγατιδών, που απαντά στις τροπικές περιοχές του Ειρηνικού και του Ινδικού, αλλά και σε μικρό τμήμα του Ατλαντικού Ωκεανού (βλ. Γεωγραφική εξάπλωση). Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Fregata minor και περιλαμβάνει 5 υποείδη. [1]
O Χριστόφορος Κολόμβος πρωτοείδε φρεγάτες όταν περνούσε από τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου στο πρώτο ταξίδι του στον Ατλαντικό Ωκεανό, το 1492. Σε ημερολογιακή καταχώρηση καταστρώματος (29 Σεπτεμβρίου) χρησιμοποίησε την λέξη rabiforçado , που σημαίνει forktail «[πουλί] με ψαλιδωτή ουρά». [3][4]
Ωστόσο, ο επιστημονικός όρος fregata που παρέμεινε και ως λαϊκή ονομασία σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, οφείλεται σε Γάλλους ναυτικούς οι οποίοι αποκάλεσαν έτσι το πουλί έχοντας κατά νου το ομώνυμο πολεμικό πλοίο. [5] Μάλιστα, η συγκεκριμένη προέλευση αναφέρεται από τον Γάλλο φυσιοδίφη Ζ. Μ. ντυ Τερτρ (Jean-Baptiste du Tertre, 1610-1687) όταν περιγράφει το πτηνό, το 1667. [6] Πάντως, η ονομασία καθιερώθηκε το 1738, από τον Άγγλο φυσιοδίφη και εικονογράφο Ε. Άλμπιν (Eleazar Albin, 1690-1742) στο έργο του Φυσική Ιστορία των Πτηνών (Natural History of Birds), όπου περιλαμβάνεται και εικόνα του αρσενικού με τον κόκκινο λαρυγγικό σάκο του. [7]
Η ετυμολογία της ίδιας της λέξης φρεγάτα είναι άγνωστη, αν και μπορεί να ξεκίνησε ως παραφθορά του aphractus, λατινικής απόδοσης ελληνική λέξη (άφρακτος [ναυς]), που σημαίνει «ανοικτό σκάφος χωρίς κατώτερο κατάστρωμα». [8] Επίσης, ο Κικέρων στις Επιστολές του στον Αττικό 5,13.1 αναφέρει: Navigavimus tardius propter aphractorum Rhodiorum imbecillitatem («απέπλευσε χωρίς φόβο και χωρίς ναυτία, αλλά πιο αργά λόγω της αδυναμίας της Ροδιακής αφράκτου) και, παρακάτω: detraxit viginti ipsos dies aphractus Rhodiorum και aphracta Rhodiorum habebam.
Οι Άγγλοι ναυτικοί συνηθίζουν να αποκαλούν την φρεγάτα με την -ευρύτατα διαδεδομένη- ονομασία Man-of-War «άνθρωπος-του-πολέμου/πολεμιστής», ιδιαίτερα στα νερά της Καραϊβικής.
Παρά την επιστημονική του ονομασία (Fregata minor), το συγκεκριμένο είδος δεν έχει μικρό μέγεθος. Όμως, η ονομασία προέκυψε επειδή, όταν ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά, είχε ταξινομηθεί ως Pelecanus minor από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Γκμέλιν (Johann Friedrich Gmelin, 1748-1804), το 1789. Όμως, λόγω των κανόνων της συστηματικής ταξινομικής, η ονομασία του είδους διατηρείται, ακόμη και μετά την τοποθέτηση σε νέο γένος (βλ. Συστηματική ταξινομική). [9]
Η μεγαλόπρεπη φρεγάτα είχε, αρχικά, ταξινομηθεί ως Pelecanus minor από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Γκμέλιν (Johann Friedrich Gmelin, 1748-1804), το 1789 (Νήσος των Χριστουγέννων). Το 1914 ο Αυστραλός ορνιθολόγος Γ. Μάθιους (Gregory Macalister Mathews, 1876 – 1949) πρότεινε ότι, θα πρέπει να ταξινομηθεί στο νέο γένος Fregata. [10]
Σχετικά πρόσφατο απολίθωμα από φάλαγγα πτέρυγας και «βραχίονα» κάποιου ατόμου φρεγάτας από το Πλειστόκαινο, που ανακτήθηκε στο Οάχου, έδειξε απαραγνώριστο (indisitnguishable) από τα αντίστοιχα δομικά στοιχεία των αρτίγονων φρεγατών. [11] Γενετική ανάλυση έδειξε ότι, συνδέεται φυλογενετικά, περισσότερο με την Φρεγάτα της Νήσου των Χριστουγέννων (Fregata andrewsi). [12]
Η μεγαλόπρεπη φρεγάτα απαντά κυρίως στα τροπικά νερά (θερμοκρασίας άνω των 22° C, συνήθως) του Ειρηνικού και του Ινδικού Ωκεανού. Το βορειότερο σημείο κατανομής της είναι στην περιοχή της Χαβάης. Μεγάλες αποικίες αναπαραγωγής υπάρχουν σε πολλά νησιά του Ειρηνικού, από την Νήσο Ουέηκ, μέχρι τα Γκαλαπάγκος και την Νέα Καληδονία. Μικροί πληθυσμοί απαντούν στην αυστραλιανή Θάλασσα των Κοραλλίων.
Επίσης, ένας (1) ξεχωριστός πληθυσμός περιπλανιέται στα νερά του νότιου Ατλαντικού Ωκεανού, ανοικτά των ακτών της Βραζιλίας (Τριντάντε και Μάρτιμ Βαζ). Ακόμη και εκτός της εποχής φωλιάσματος είναι σε μεγάλο βαθμό καθιστικό είδος, με την διασπορά να περιορίζεται στα νεαρά και μη-αναπαραγωγικά άτομα, εκτός του Α. και Κ. Ατλαντικού. [13]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τον Παναμά, την Ζιμπάμπουε, το Ομάν και την Νέα Ζηλανδία.
Όπως και τα άλλα είδη φρεγατών, οι μεγάλες φρεγάτες είναι μεγάλα, λεπτά και, ως επί το πλείστον, μαύρα στο πτέρωμα θαλασσοπούλια, με έντονα διχαλωτή ουρά. Υπολείπονται σε μέγεθος μόνον από τις μεγαλόπρεπες φρεγάτες. Επίσης, τα αρσενικά που, κατά την αναπαραγωγική περίοδο, «φουσκώνουν» τον χαρακτηριστικό κόκκινο λαρυγγικό σάκο τους, διαφέρουν από τα αρσενικά της μεγαλόπρεπης φρεγάτας (Fregata magnificens) στα φτερά της ωμοπλάτης (scapulars), τα οποία έχουν χαρακτηριστική πρασινωπή απόχρωση, σε αντίθεση με την ιριδίζουσα, πορφυρή απόχρωση στην μεγαλόπρεπη φρεγάτα.
Τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά και, γενικά, έχουν λευκό το στήθος και τα κάτω πλαϊνά τμήματα του λαιμού, καφετιά λωρίδα στις πτέρυγες και κόκκινο οφθαλμικό δακτύλιο. Γύρω από τον λαιμό σχηματίζεται κάποιο αχνό, λευκό «κολλάρο». Τα νεαρά άτομα είναι μαύρα, με λευκό κεφάλι και λαιμό που έχουν σκωριόχρωμη απόχρωση.
Τρέφεται κυρίως με ιπτάμενα ψάρια της οικογενείας Exocoetidae, όπως τα Cypselurus, Exocoetus και Evolantia, καθώς και με καλαμάρια, [17] και νεοσσούς άλλων πουλιών (π.χ. της δρεπανίδας Onychoprion fuscatus). [18]. Αρκετά συχνά παρατηρείται το φαινόμενο του κλεπτοπαρασιτισμού (kleptoparasitism), [19] αν και αυτή η συμπεριφορά αποτελεί μικρή πηγή ενέργειας. [20][21]. Συχνά αναζητά τροφή στις ακτές ή στην ενδοχώρα στις περισσότερες περιοχές όπου αναπαράγεται. [22]
Οι μεγάλες φρεγάτες είναι μονογαμικές, με την περίοδο της αναπαραγωγής να διαρκεί μέχρι 2 χρόνια, από το ζευγάρωμα έως το τέλος της γονικής μέριμνας. Φωλιάζουν κατά αποικίες, σε θάμνους και δέντρα, αλλά και στο έδαφος, όταν απουσιάζει η βλάστηση, κατά ζεύγη που μπορεί να φθάνουν αρκετές χιλιάδες, συχνά από κοινού με άλλα είδη, ειδικά την κοκκινοπόδαρη σούλα (Sula sula) ή άλλα είδη φρεγατών.
Συχνά, το υλικό κατασκευής της φωλιάς μπορεί να υφαρπάζεται από άλλα είδη θαλάσσιων πτηνών (στην περίπτωση, μάλιστα, των δρεπανίδων Anous minutus, ολόκληρη η φωλιά μπορεί να κλαπεί), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο, όταν άλλα θαλασσοπούλια αρπάζουν υλικό από τις μεγάλες φεγάτες. Γρήγορα, οι μεγάλες αυτές πλατφόρμες επιστρώνονται και βαρύνουν με τις ακαθαρσίες των πουλιών (γκουανό}. Λίγη προσπάθεια καταβάλλεται για να συντηρηθούν οι φωλιές κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου και, μπορεί να διαλυθούν πριν από το τέλος της.
Οι μεγάλες φρεγάτες εναποθέτουν ένα (1) μόνον αβγό, διαστάσεων 68 × 48 χιλιοστών, κατά την διάρκεια κάθε περιόδου αναπαραγωγής. Εάν, μάλιστα, το αβγό χαθεί, τότε διαλύεται και ο «δεσμός» του ζευγαριού και τα θηλυκά αναζητούν νέο σύντροφο, με σκοπό να ωοτοκήσουν εκ νέου. Και οι δύο εταίροι επωάζουν το αβγό, με «βάρδιες» που διαρκούν από 3-6 ημέρες. Η διάρκεια της βάρδιας διαφέρει ανάλογα με την τοποθεσία, αν και τα θηλυκά κάθονται στο αυγό περισσότερο χρόνο από τα αρσενικά. Η επώαση είναι -ενεργειακά- ιδιαίτερα απαιτητική, με πολλά πουλιά να χάνουν 20-33% της μάζας του σώματός τους κατά τη διάρκεια μίας (1) και μόνον βάρδιας.
Η επώαση διαρκεί περίπου 55 ημέρες. Ο νεοσσός, λίγες ημέρες πριν από την εκκόλαψη, αρχίζει να «καλεί» μέσα από το αβγό και να «τρίβει» τον χαρακτηριστικό οδόντα του ράμφους του, στο κέλυφος. Είναι φωλεόφιλος, γυμνός και αβοήθητος, και μπορεί να παραμένει μπρούμυτα για αρκετές ημέρες μετά την εκκόλαψη. Δύο εβδομάδες μετά, αρχίζει να καλύπτεται με λευκό χνούδι, και επιτηρείται στενά από κάποιον γονέα, για ακόμη ένα δεκαπενθήμερο. Ο νεοσσός τροφοδοτείται πολλές φορές την ημέρα μετά την εκκόλαψη, αλλά όταν μεγαλώσει λίγο, σιτίζεται κάθε 1-2 ημέρες.
Η γονική φροντίδα είναι εξαιρετικά παρατεταμένη. Η πτέρωση (fledging) πραγματοποιείται μόνον μετά από 4-6 μήνες, ο δε χρόνος εξαρτάται από τις ωκεάνιες καιρικές συνθήκες και την διαθεσιμότητα τροφής. Μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος οι νεοσσοί συνεχίζουν να απολαμβάνουν της γονικής μέριμνας για 150 με 428 ημέρες, δηλαδή για την μεγαλύτερη περίοδο από κάθε άλλο πτηνό. Η περίοδος αυτή εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και, παρατείνεται ακόμη περισσότερο σε «κακές» χρονιές (ιδιαίτερα κατά το Ελ Νίνιο). [23]
Ανθρώπινη όχληση, θήρευση, καταστροφή βιοτόπων. [24]
Το είδος παρόλο που δεν εμφανίζει μεγάλο εύρος κατανομής, δεν προσεγγίζει τα κατώτατα όρια για τα Ευάλωτα (VU) είδη, με βάση το κριτήριο του μεγέθους εύρους ή το μέγεθος του πληθυσμού. Παρόλο που, η τάση του πληθυσμού εμφανίζεται καθοδική δεν προσεγγίζει τα κατώτατα όρια για τα Ευάλωτα, βάσει του κριτηρίου της τάσης του πληθυσμού (> 30% πτώση πάνω από δέκα χρόνια ή τρεις γενεές). Για τους λόγους αυτούς, το είδος αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [25]
Ωστόσο, οι πληθυσμοί του υποείδους Fregata minor nicolli είναι πιθανόν να είναι εξαιρετικά μικροί, διότι το νησί Τριντάντε και Μάρτιμ Βαζ, 1.100 χιλιόμετρα ανατολικά των ακτών της Βραζιλίας, ενώ κάποτε καλυπτόταν από δάση, η κατοπινή αποψίλωση και η υπερβόσκηση από τις εισηγμένες κατσίκες αποδείχθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα εκπονήθηκε σειρά από προγράμματα για την εξάλειψη όλων τα εισηγμένων σπονδυλωτών -εκτός από τα οικιακά ποντίκια. Το 1975-1976 ο Αμερικανός ορνιθολόγος Storrs Olson επισκέφθηκε το νησί και ανέφερε ότι δεν υπήρχαν πλέον αποικίες μεγάλων φρεγατών, παρά μόνον μια μικρή ομάδα από 15 -ή λιγότερες- φωλιές, μικρών φρεγατών. [26] Μετά από την ημερομηνία αυτή, δεν υπήρξαν περαιτέρω εκθέσεις των δύο ειδών που φωλιάζουν στο νησί, αλλά υπήρξαν αρκετές αναφορές για πουλιά που παρατηρήθηκαν εν πτήσει. Πάντως, οι άγριες γάτες που είχαν λεηλατήσει τα πτηνά που φώλιαζαν στο έδαφος, τελικά αποδεκατίστηκαν, το 1998. [27]
i. ^ Περιλαμβάνει και το υποείδος, F. m. strumosa [28]
Η Μεγάλη φρεγάτα είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογενείας των Φρεγατιδών, που απαντά στις τροπικές περιοχές του Ειρηνικού και του Ινδικού, αλλά και σε μικρό τμήμα του Ατλαντικού Ωκεανού (βλ. Γεωγραφική εξάπλωση). Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Fregata minor και περιλαμβάνει 5 υποείδη.