Το Μαυροβουτηχτάρι είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Πυγοποδιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Podiceps nigricollis και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[2]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Podiceps nigricollis nigricollis (C. L. Brehm, 1831).[2]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Podiceps, είναι η ακριβής λατινική απόδοση της ελληνικής λέξης Πυγόπους (πυγή = οπίσθια + πους = πόδι) (γλωσσικό αντιδάνειο),[3] και σχετίζεται με την οπίσθια θέση των ταρσών του πτηνού σε σχέση με το σώμα του.
Η λατινική ονομασία του είδους προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων niger «μελανός» + collum «λαιμός», με ευθεία αναφορά στον μαύρο λαιμό του,[4] ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει για την αγγλική (Black-Necked Grebe) και την ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους.
Η αμερικανική ονομασία του εκεί υποείδους (Eared Grebe) παραπέμπει στα ωτικά λοφία του, κατά την περίοδο αναπαραγωγής (βλ. Μορφολογία).[5]
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κρίστιαν Λούντβιχ Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm) το 1831, με τη σημερινή επιστημονική του ονομασία, στο πόνημά του Handbuch der Naturgeschichte aller Vogel Deutschlands (1831), που εκδόθηκε στη Γερμανία. Πιθανόν να σχηματίζει υπερείδος μαζί με τα είδη P. occipitalis, P. taczanowskii και, το -μάλλον εξαφανισμένο- P. andinus.[6]
Το μαυροβουτηχτάρι είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος (οι περισσότεροι πληθυσμοί είναι αποδημητικοί) με ευρεία, αλλά διάσπαρτη κατανομή σε Ευρώπη, Ασία, Ν. Αφρική και Β. Αμερική
Στην Ευρώπη απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης (επιδημητικό, καλοκαιρινός αναπαραγόμενος και χειμερινός επισκέπτης) σε μεγάλο μέρος της ηπείρου: ζει μόνιμα όλο το έτος σε κάποιες περιοχές της ΝΚ Ευρώπης, κυρίως όμως σε θύλακες στην Ισπανία και τα Βαλκάνια. Αναπαράγεται τα καλοκαίρια σε όλη σχεδόν την ήπειρο, πλήν των ΒΔ περιοχών (Ιρλανδία, Ισλανδία) και του συνόλου σχεδόν της Σκανδιναβίας. Ως χειμερινός επισκέπτης απαντάται κυρίως στα νοτιοανατολικά και στη Μεσόγειο.
Στην Ασία, το είδος βρίσκεται όλο το έτος σε θύλακες της Μικράς Ασίας και της Αραβικής Χερσονήσου, στην περιοχή του Καυκάσου, του Ιράν, του Αφγανιστάν, του Β Πακιστάν και της ΝΔ Κίνας. Αναπαράγεται τα καλοκαίρια σε μία ευρεία ζώνη από τη Ρωσία και ανατολικότερα μέχρι το Καζακστάν και τη Μογγολία, κατόπιν η ζώνη διακόπτεται για να συνεχιστεί στη ΒΑ Κίνα, και τη χερσόνησο της Κορέας. Επίσης στις ακτές της Ιαπωνίας, με ΝΑ όρια την Ταϊβάν και το Βιετνάμ, όπου κυρίως διαχειμάζει.
Στην Αφρική, η κατανομή διαιρείται σε δύο καλώς οριοθετημένους πληθυσμούς, έναν διαχειμάζοντα στις βόρειες μεσογειακές ακτές και έναν επιδημητικό (μόνιμο) στη νότια Αφρική και θύλακες στην ανατολική πλευρά της ηπείρου.
Στη βόρεια Αμερική τέλος, οι εκεί πληθυσμοί αναπαράγονται σε γεωγραφικά μήκη δυτικά του κέντρου της ηπείρου, προς τον Ειρηνικό, με μόνιμες περιοχές σε Καλιφόρνια, Τέξας και Μεξικό, ενώ πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται και για τη διαχείμαση (βλ. Πίνακα).
Πηγές:[2][6][7][8][9][10] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)
Σε πολλές περιοχές της κατανομής του, το είδος είναι πλήρως μεταναστευτικό,[11] αν και η έκταση της μετανάστευσης ποικίλλει μεταξύ των πληθυσμών,[12] με ορισμένους να είναι καθιστικοί (επιδημητικοί), όπως π.χ. στην Ισπανία.[11][12] Η φθινοπωρινή αποδημία συχνά επιμηκύνεται αρκετά, με την αρχή της στα μέσα Αυγούστου και το τέλος της στα τέλη Νοεμβρίου, ενώ κορυφώνεται τον Οκτώβριο.[11] Η έναρξη της εαρινής μετανάστευσης τοποθετείται γύρω στο Μάρτιο.[11] Τα ταξίδια πραγματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας, αν και κάποιες ημερήσιες μεταναστεύσεις είναι γνωστές στην Παλαιαρκτική.[12] Τα μαυροβουτηχτάρια αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας [13][14] και είναι ιδιαίτερα αγελαία,[12][14] τόσο κατά τη μετανάστευση, όσο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με συναθροίσεις που μπορεί να φθάσουν και τις εκατοντάδες χιλιάδες σε ορισμένες περιοχές στη Βόρεια Αμερική και Ασία.[12]
Σημαντικοί σταθμοί ανάπαυλας είναι: Η λίμνη Μόνο στην Καλιφόρνια (Mono Lake), ο Εθνικός Δρυμός Μαλέρ στο Όρεγκον (Malheur NWR), ο ποταμός Μπέαρ στη Γιούτα (Bear River NWR) και, κυρίως η Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη στη Γιούτα, με έως και 1,7 εκατομμύρια άτομα (!!) στο νότιο βραχίονα της λίμνης.[15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ, τη Νορβηγία και τη Φινλανδία, το Καμερούν και τις Σεϋχέλλες, το Χονγκ Κονγκ και τις Φιλιππίνες. [1]
Στην Ελλάδα, το μαυροβουτηχτάρι είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, στη βόρεια και κεντρική χώρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα (τέλη Οκτωβρίου με αρχές Απριλίου), αλλά σε ορισμένες περιοχές απαντά και ως επιδημητικό ή πιθανόν και τα καλοκαίρια.[16][17] Στην Κύπρο είναι κονός χειμωνιάτικος επισκέπτης.[18]
Περίπου 1,6 εκατομμύρια (!!) μαυροβουτηχτάρια χρησιμοποιούν την αλκαλική λίμνη Μόνο (Mono) στην Καλιφόρνια, κατά τη διάρκεια της μετανάστευσής τους στα νότια. Ξεκινώντας στα τέλη του καλοκαιριού, τα πουλιά αφήνουν τους τόπους αναπαραγωγής τους στις βόρειες Ηνωμένες Πολιτείες και το νότιο Καναδά και μετακινούνται σε πιο ζεστά κλίματα στις νότιες ΗΠΑ και το Μεξικό. Η λίμνη Μόνο, καθώς και η Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη (Great Salt Lake) στη Γιούτα βρίσκονται πάνω στη διαδρομή της μετανάστευσης και, τα πουλιά σταματούν εδώ για να τραφούν και να αλλάξουν πτέρωμα. Τρέφονται κυρίως με αλμυρές γαρίδες (Artemia franciscana, 90% της διατροφής τους), χρησιμοποιώντας τη μεγάλη γλώσσα τους για να συμπιέσουν και να ωθήσουν προς τα έξω το αλμυρό νερό, όπως περίπου κάνουν οι φάλαινες με το πλαγκτόν από τον ωκεανό. Η τροφή στη λίμνη είναι τόσο άφθονη που, τα μαυροβουτηχτάρια διπλασιάζουν το σωματικό βάρος τους, με διόγκωση των πεπτικών τους οργάνων και συσσώρευση σημαντικών αποθεμάτων λίπους. Ωστόσο, οι θωρακικοί μύες συρρικνώνονται τόσο πολύ που, τα πουλιά δεν μπορούν να πετάξουν ούτε για λίγα μέτρα. Πριν την αναχώρηση, όμως, μετά από 2-3 μήνες (τέλη Νοεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου), ελαττώνουν ξανά την τροφή τους κατά τα ¾ περίπου, και εξασκούν τις επανανεπτυγμένες τους πτέρυγες ώστε να μπορέσουν να ταξιδέψουν.[19]
Τόσο οι ενήλικες όσο και τα ανώριμα άτομα (subadults) έχουν πλήρη έκδυση σε αντίθεση με τα νεαρά (juveniles) που αντικαθιστούν όλo το πτέρωμα πλην των ερετικών πτερών (remiges). Αυτή η εκτεταμένη, έντονη έκδυση πιστεύεται ότι είναι προσαρμογή για την αξιοποίηση της υπεράφθονης τροφής (γαρίδες άλμης, Artemia franciscana), που είναι διαθέσιμη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Κανένα άλλο πυγόποδο δεν έχει μια τόσο εντυπωσιακή μετανάστευση για αλλαγή πτερώματος. Σε σύγκριση με την έκδυση των νησσιδών (πάπιες), αυτή η μετανάστευση είναι ασυνήθιστη, διότι συμμετέχουν και τα δύο φύλα, εμπλέκονται όλες τις ηλικίες, και χρησιμοποιούνται μεγάλες, υπεραλμυρές/αλκαλικές λίμνες.[20]
Το είδος συχνάζει σε μόνιμες ή προσωρινές [11] μικρές, ρηχές ευτροφικές λεκάνες με πλούσια βλάστηση, όπως έλη γλυκού νερού και λίμνες [12] με διάσπαρτη υποβυθιζόμενη βλάστηση και καλαμιές,[14][21] καθώς και λιμνούλες με ψάρια, αγροκτήματα με λύματα, ποτάμια με αργή ροή, καθώς και πρόσφατα πλημμυρισμένες περιοχές.[12] Στη νότια Ρωσία και το Καζακστάν δείχνει μια προτίμηση σε βάλτους με καλαμιές που έχουν αναπτυχθεί ποικιλοτρόπως, καθώς και γυψοτροφικές λίμνες (αλκαλικά νερά με πλούσια υποβυθιζόμενη βλάστηση, κυρίως με Chara sp. και Potamogeton pectinatus).[14] Προτιμά συνήθως να φωλιάζει σε νερό βάθους 40-80 εκατοστών.[22] Στη Μινεσότα των ΗΠΑ, προτιμά τα βαθιά έλη, άνω των 30 εκταρίων σε μέγεθος και που περιέχουν 42-100% (μέσος όρος 78%) νερό ανοικτής επιφανείας. Επίσης, χρησιμοποιούνται ρηχοί υγρότοποι με περισσότερη αναδυομένη βλάστηση και λιγότερα δένδρα περιφερικά, με λιγότερο πιθανό να έχουν πρόσβαση και ανθρώπινη όχληση το καλοκαίρι.[23]
Στην περιοχή των ορέων Αλτάι μπορεί να βρεθεί μέχρι και στα 1500 μέτρα, στον Καύκασο μέχρι τα 2000 μέτρα, ενώ στις περιοχές του Κιργιστάν και του Νεπάλ μέχρι τα 3050 μέτρα.[24][25]
Το είδος απαντά σε αλμυρές λίμνες,[12] υπερ-αλατούχες λίμνες εξάτμισης σε βιομηχανίες [14] και ταμιευτήρες,[11] ή σε παράκτιες εκβολές, λωρίδες με θαλασσινό νερό και, παράκτιες ρηχίες σε κόλπους και διαύλους.[11][12] Στις ΗΠΑ, κάποια άτομα μεταναστεύουν προς τις ακτές, ενώ κάποια άλλα παραμένοτν στα ηπειρωτικά σχηματίζοντας χαλαρά σμήνη σε μεγάλες λεκάνες γλυκού νερού.[10]
Στην Ελλάδα ανευρίσκεται σε τέλματα, τενάγη, λίμνες και λιμνοθάλασσες με πλούσια βλάστηση.[16]
Το μαυροβουτηχτάρι είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα, πιο δύσκολα στο μη αναπαραγωγικό, χωρίς να παρατηρείται φυλετικός διμορφισμός, δηλαδή τα φύλα είναι όμοια. Ωστόσο, παρατηρείται έντονος εποχικός διμορφισμός, δηλαδή διακρίνονται δύο διαφορετικά πτερώματα ανάλογα με την εποχή. Γενικά, πρόκειται για ένα μικρό, «στρουμπουλό» στο παρουσιαστικό βουτηχτάρι, με μυτερό ράμφος και, λαιμό που εμφανίζεται μακρύτερος και λεπτότερος από τα συγγενικά είδη. Είναι το μικρότερο ευρωπαϊκό βουτηχτάρι του γένους του, μεγαλύτερο μόνον από το Νανοβουτηχτάρι, το οποίο όμως ανήκει σε άλλο γένος.
Τα καλοκαίρια, το κεφάλι, ο λαιμός και η ράχη έχουν μαύρο χρώμα. Το κεφάλι αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό σημείο του σώματος αυτή την εποχή: είναι μαύρο, αλλά στις ωτικές περιοχές υπάρχουν δύο χαρακτηριστικές ριπιδοειδείς ξανθοκάστανες «τούφες», οι οποίες ξεκινούν από την πίσω πλευρά των οφθαλμών και, σε συνδυασμό με τις κατακόκκινες ίριδες και τον μαύρο λαιμό, κάνουν το πτηνό άμεσα αναγνωρίσιμο. Στο πάνω μέρος του κεφαλιού τα εκεί καλυπτήρια φτερά εμφανίζονται πιο «μεταλλικής» (glossy) απόχρωσης και, σχηματίζουν ένα είδος ανορθωμένου λοφίου, όχι πάντοτε ορατού. Το μέτωπο του μαυροβουτηχταριού έχει μία χαρακτηριστική απότομη κλίση προς το ράμφος, ένα ακόμη διαγνωστικό στοιχείο του πτηνού.
Το κάτω μέρος του σώματος είναι λευκωπό με καφέ κηλίδες, η κοιλιά λευκή και οι πλευρές (flanks ) καφεκόκκινες. Τα 4 πρωτεύοντα ερετικά είναι λευκά, με τα περιβάλλοντα σκοτεινόχρωμα, ενώ τα δευτερεύοντα είναι κυρίως λευκά, με το εσωτερικό τους μαυριδερό. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι λευκή και το κάτω μέρος της ουράς είναι κοκκινωπό ή γκρίζο. Το ράμφος είναι μαύρο, μυτερό και παρουσιάζει μία ανεπαίσθητη κλίση (tilt) προς τα πάνω -η οποία οφείλεται στη γωνία που σχηματίζει η γναθοθήκη-, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια είναι μαύρα.
Κατά τη μετάβαση στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα, τα έντονα χρώματα του πτερώματος αναπαραγωγής «θαμπώνουν» σταδιακά και μειώνεται το καφεκόκκινο χρώμα του σώματος. Τελικά, το πτηνό αποκτά ένα σκοτεινό, γκριζωπό χρώμα που το κάνει να μοιάζει πολύ με το νανοβουτηχτάρι, αλλά το κόκκινο χρώμα των ματιών και το ελαφρά κεκλιμένο ράμφος αποτελούν ασφαλή διαγνωστικά στοιχεία. Στο πίσω μέρος του τραχήλου, υπάρχει μία μικρή, λευκωπή περιοχή, ενώ η επιφάνεια του σώματος, ο λαιμός και οι πλευρές του αυχένα, είναι λευκά. Το μαύρο στο κεφάλι περιορίζεται στην κορυφή, μέχρι το ύψος των οφθαλμών, ενώ το ράμφος γίνεται γκριζωπό. Το ουροπύγιο και η περιοχή της ουράς μοιάζουν πιο διογκωμένες, με «αφράτο» πτέρωμα.
Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα ενήλικα στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα, αλλά έχουν λευκωπές περιοχές στα πλάγια του κεφαλιού, ανοικτή καφέ άνω επιφάνεια, γκριζωπό στήθος και καφετιά ίριδα.
Στις περιοχές διαχείμασης της δυτικής Ευρώπης, η αλλαγή πτερώματος πραγματοποιείται από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο, αλλά σε νεαρά πουλιά που είχαν εκκολαφθεί το περασμένο έτος, αυτό μπορεί να παραταθεί μέχρι το Μάιο.
(Πηγές:[26][27] Perrins, p. 64[16][28][9][25][29][30][31] [32][33][34])
Το είδος είναι σαρκοβόρο, με τη διατροφή του να αποτελείται κυρίως από έντομα και τις προνύμφες τους (όπως υδρόβια ή εδαφόβια σκαθάρια και λιβελούλες),[12] νηματόπτερα δίπτερα,[14] μαλάκια και μικρά καρκινοειδή (όπως γαρίδες υφάλμυρου νερού, Artemia sp.), αμφίβια (όπως μικρούς βατράχους και γυρίνους),[12] πολύχαιτους σκώληκες,[14] σαλιγκάρια [21] με τα ψάρια να παίζουν μικρότερο ρόλο.[12][14] Τα μαυροβουτηχτάρια αναζητούν την τροφή τους κυρίως με καταδύσεις. Ο χρόνος κατάδυσης είναι συνήθως περισσότερο από 30 δευτερόλεπτα, ενώ το βάθος συνήθως λιγότερο από 2,5 μέτρα, κατ'εξαίρεση, έως και 5,5 μέτρα.[36]
Τα μαυροβουτηχτάρια είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υδρόβια πουλιά, και κολυμπάνε κάτω από την επιφάνεια του νερού για να βρουν τροφή. Εκτιμάται ότι ξοδεύουν το 15% του χρόνου τους μέσα στο νερό. Έχουν πολλές φυσικές προσαρμογές για να είναι εξαιρετικοί δύτες. Το σώμα τους είναι καλυμμένο με φτερά , τα οποία έχουν την ιδιότητα να αυξάνουν την ώση κατά την κατάδυση, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές δεξαμενές αέρα, επιτρέποντάς τους να βυθίζονται εύκολα και να μειώνουν την πλευστότητά τους. Έτσι, μπορούν να συλλαμβάνουν άκοπα τη λεία τους, αλλά και να αποφεύγουν τα διάφορα αρπακτικά.
Όπως οι κόλυμβοι (Gavia sp.), έχουν λεπτά σώματα και πυκνά οστά, ιδανικά για καταδύσεις καθώς και σχετικά μικρές ουρές και πεπλατυσμένους ταρσούς, για να μειώνουν την άνωση . Αντί για νηκτικές μεμβράνες στα πόδια, τα μαυροβουτηχτάρια έχουν λοβούς, όπως οι φαλαρίδες, για την προώθηση και την οδήγηση μέσα στο νερό. Επίσης η θέση των ποδιών, πολύ πίσω στο σώμα και, οι μικρές πτέρυγες, βοηθούν στην υδροπροώθηση, αλλά καθιστούν δύσκολους τους ελιγμούς στην ξηρά και την πτήση. Γι’ αυτό, πάντοτε ο διάδρομος απογείωσης και προσγείωσης είναι το νερό.[19]
Τα μαυροβουτηχτάρια αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα από το 1ο έτος της ζωής τους, με τα ζευγάρια να σχηματίζονται από τις περιοχές διαχείμασης ή κατά τη μετανάστευση και να μένουν μαζί μέχρι και την επόμενη αναπαραγωγική περίοδο. Φωλιάζουν κατά αποικίες που, μπορεί να περιλαμβάνουν από λίγα έως και 400 ζευγάρια. Υπάρχει τελετουργικό ερωτοτροπίας που, μπορεί να αρχίζει από το ταξίδι της επιστροφής στα αναπαραγωγικά εδάφη, αλλά ολοκληρώνεται στις θέσεις φωλιάσματος. Όπως και στο σκουφοβουτηχτάρι, αποτελείται από ένα σύνολο επί μέρους τμημάτων που εκτελείται με ευλάβεια και, περιλαμβάνει προκαθορισμένες κινήσεις στην επιφάνεια του νερού. Στις περιοχές όπου φωλιάζουν (βλ. Βιότοπος), τα μαυροβουτηχτάρια κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε θέσεις που καλύπτονται από τοπική βλάστηση,[38] όπως Scirpus sp., Typha sp., Carex sp. , ή σε πυκνές συστάδες από επιπλέοντα φυτά, μερικές φορές μακριά από την ακτή.[14] Συχνά, η περιοχή των αποικιών τους γειτονεύει με αποικίες γλάρων ή γλαρονιών. Μπορεί να αρχίσουν την κατασκευή 2-5 φωλιών, αλλά μόνο μία (1) θα τελειοποιηθεί και θα χρησιμοποιηθεί τελικά.[39]
Η φωλιά είναι μια πλωτή πλατφόρμα από υδρόβια, μισοσαπισμένα φυτά, «αγκυροβολημένη» στην αναδυόμενη βλάστηση,[12][40] όπως λ.χ. καλάμια.[14] Στην κατασκευή της συμμετέχουν και τα δύο φύλα. Σε κατάλληλα ενδιαιτήματα, η απόσταση μεταξύ των μεμονωμένων φωλιών των πτηνών είναι πολύ μικρή και, μπορεί να περιορίζεται σε, μόλις, 60 εκατοστά. Μικρότερες αποστάσεις δημιουργούν «εντάσεις» μεταξύ των ιδιοκτητών οι οποίοι αντιδρούν έντονα και με επιθετικές διαθέσεις.[41]
Η ωοτοκία αρχίζει από τα μέσα Απριλίου ή τις αρχές Μαΐου και μπορεί να διαρκέσει μέχρι τον Ιούνιο, αλλά τυχόν καταστροφή της ενεργοποιεί και δεύτερη μέχρι το τέλος του Αυγούστου. Η γέννα αποτελείται από 3-4, κάποιες φορές 5, σπανίως 2-8 αυγά, διαστάσεων 43,1×29,7 χιλιοστών [38] και βάρους 21 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[42] Τα αυγά εναποτίθενται κατά διαστήματα που, μπορεί να κυμαίνονται από 24 έως 48 ώρες. Η επώαση ξεκινάει μετά την εναπόθεση του 1ου ή 2ου αυγού, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 20-21 ημέρες.[38] Το πουλί που έχει ,κάθε φορά, αναλάβει την επώαση, αναποδογυρίζει τα αυγά κάθε 20-40 λεπτά, για καλύτερη κατανομή της θερμότητας, ενώ όσο πλησιάζει η εκκόλαψη ανασηκώνεται κάθε 10-15 δευτερόλεπτα για να τα ελέγξει. Τα αυγά προστατεύονται ευλαβικά από τους εταίρους που, σε περίπτωση κάποιας «εχθρικής» προσέγγισης, αντιδρούν επιθετικά με προέκταση του κεφαλιού και έντονα σφυρίγματα.[43]
Έχει διερευνηθεί η κατασκευή της φωλιάς και υποτεθεί ότι, το φυτικό υλικό που χρησιμοποιείται είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης, διότι έτσι αυξάνεται η θερμοκρασία του περιβάλλοντος χώρου και διευκολύνεται η επώαση, μία άποψη που χρειάζεται περαιτέρω τεκμηρίωση για το εάν ευσταθεί ή όχι.[44] Επίσης υποστηρίζεται ότι τα αυγά, ενώ είναι λευκά, παίρνουν το χαρακτηριστικό καφετί τελικό χρώμα τους, επειδή κάθε φορά που οι γονείς αφήνουν τη φωλιά, τα καλύπτουν με το συγκεκριμένο φυτικό υλικό.[43][45]
Οι νεοσσοί εκκολάπτονται κατά διαστήματα περίπου μίας (1) ημέρας, μεταξύ τους. Είναι φωλεόφυγοι και, αμέσως μόλις στεγνώσει το πτέρωμά τους μπορούν να κολυμπήσουν. Επιτηρούνται στενά και από τους δύο γονείς, μετά από 10 ημέρες, όμως, τα «καθήκοντα» της επιτήρησης των νεοσσών, κατανέμονται σε εναλλάξ «βάρδιες».[46] Στις 2 εβδομάδες μπορούν και τρέφονται μόνοι τους, ενώ ανεξαρτητοπoιούνται στις 3 εβδομάδες, περίπου.[38]
Στην Ελλάδα, το μαυροβουτηχτάρι δεν έχει εξακριβωθεί εάν φωλιάζει σε ορισμένες περιοχές της βόρειας και κεντρικής χώρας ως επιδημητικό πτηνό. Όμως, είναι χειμερινός επισκέπτης στη βόρεια και κεντρική χώρα και, απαντάται ως διαβατικό πτηνό, κατά την εαρινή και τη φθινοπωρινή μετανάστευση, στη νότια και κεντρική Ελλάδα [16][32][47][48]
Οι εκτεθειμένες φωλιές συχνά λεηλατούνται από κουρούνες και καλαμόκιρκους. Για το λόγο αυτό, η επιτυχία αναπαραγωγής σε περιοχές όπου επανειλημμένα διαταράσσονται είτε από αρπακτικά είτε από τον άνθρωπο, είναι μειωμένη. Επίσης οι φωλιές μπορεί καταστρέφονται από τη δράση των κυμάτων, όπως συνέβη στη Μινεσότα όπου τα κύματα που δημιουργήθηκαν από ισχυρούς ανέμους κατέστρεψαν το 44% από τις 2.370 φωλιές [49]. Aντίστροφα, μπορεί οι γονείς να εγκαταλείψουν το φώλιασμα, επειδή η στάθμη του νερού έχει μειωθεί κατά τη διάρκεια της επώασης. Η εντατική ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας σημαντικός παράγοντας διατροφικού «ανταγωνισμού» για το είδος.
Παρά την πολύ καλή κατάσταση των αμερικανικών πληθυσμών, μεγάλη θνησιμότητα παρατηρείται συχνά στη Θάλασσα Σάλτον (Salton), στη νότια Καλιφόρνια, για άγνωστους λόγους,[50][51] ενδεχομένως από άγνωστη, παθογόνο βιοτοξίνη (biotoxin), που οδηγεί σε απομείωση της στεγάνωσης του πτερώματος και στην επακόλουθη υποθερμία, ή είναι μια ιδιαίτερη εκδήλωση ορνιθολογικής χολέρας.[52] Το είδος είναι επίσης ευάλωτο στην πετρελαιορύπανση, δεδομένου ότι συχνά διαχειμάζει στις ακτές [12][53] και, είναι ευαίσθητο τόσο στο ερυσίπελας,[50][54] όσο και στην αλλαντίαση των πτηνών,[55] έτσι ώστε να απειλείται από μελλοντικές εστίες των ασθενειών αυτών.
Κάποιοι πληθυσμοί, είναι επίσης γνωστό, ότι παγώνουν σε δριμείες καιρικές συνθήκες, ενώ αντίθετα υφίστανται συνέπειες από μειώσεις στη διαθεσιμότητα τροφής λόγω της θέρμανσης της επιφάνειας της θάλασσας, αν και στη συνέχεια ανακάμπτουν.[56] Τοπικές μειώσεις αποδίδονται σε ανθρώπινες διαταραχές (ιδιαίτερα, ψυχαγωγικές δραστηριότητες στις λίμνες,[12] ενώ υπάρχουν και περιστατικά πρόσκρουσης με τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.[57]
Το είδος έχει ως φυσικό θηρευτή το αμερικανικό βιζόν (Mustela vison) στον Εθνικό Δρυμό Σλονσκ της Δ. Πολωνίας,[58] ενώ στο παρελθόν απειλήθηκε στη Βόρεια Αμερική από τη συλλογή των αυγών και το κυνήγι για την κατασκευή καπέλων από τα φτερά του.[12] Τέλος, το είδος θηρεύεται για εμπορικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς στην επαρχία Gilan, στο βόρειο Ιράν[59].
Στην κεντρική Ευρώπη, υπήρξε μία αναπαραγωγική «έκρηξη» μεταξύ των τελών του 19ου αιώνα και του 1930, περίπου, αλλά αυτή η αύξηση στους πληθυσμούς του πτηνού ανασχέθηκε κατά τις επόμενες δεκαετίες. Μερικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αυστρία, η Τσεχία και η Ουγγαρία, είχαν σοβαρές μειώσεις στους τοπικούς πληθυσμούς, με την Ολλανδία να έχει ανακάμψει αρκετά. Αντίθετα, η αύξηση στους βορειοαμερικανικούς πληθυσμούς, υπήρξε σταθερή, με την εκεί κατάσταση να είναι πολύ καλή.[60]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία, η Πολωνία, η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ τους μικρότερους η Σλοβενία, η Ελβετία, η Αλβανία και η Αυστρία. Για την Ελλάδα, τα στοιχεία είναι ανεπαρκή, αλλά εάν το είδος αναπαράγεται στη χώρα, μάλλον οι πληθυσμός είναι μικρότερος από 20 ζευγάρια.[61]
Γενικά, και κυρίως λόγω της αφθονίας του στην αμερικανική ήπειρο, οι πληθυσμοί του παραμένουν σταθεροί και, αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). Επίσης, και στην αμερικανική ήπειρο, διαβαθμίζεται ως Ασφαλές (Secure, G5) [1][10]
Το μαυροβουτηχτάρι είναι ένα από τα είδη που θα επηρεαστούν ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή. Μια ερευνητική ομάδα, που δημιουργήθηκε από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βασιλικής Εταιρείας για την Προστασία των Πτηνών και εξέτασε την μελλοντική κατανομή της αναπαραγωγικής επικράτειας των πτηνών με βάση κλιματικά μοντέλα, υποθέτει ότι μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα αυτή θα μεταβληθεί σημαντικά. Η περιοχή κατανομής θα μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με την πρόβλεψη, μέχρι και 80%, περίπου και, θα μετατοπισθεί στην περιοχή της Βαλτικής, με επέκταση στη συνέχεια στην ατλαντική ακτή της Νορβηγίας και στη νότια Σουηδία.[62]
Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία «Ανεπαρκώς Γνωστά».
ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.
Στον ελλαδικό χώρο το Μαυροβουτηχτάρι απαντά και με την παρεμφερή ονομασία Μαυροβουτηχτάρα (η) [63][64], όπως και Μαυρολαιμοβουτηχτάρα.[64]
Το Μαυροβουτηχτάρι είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Πυγοποδιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Podiceps nigricollis και περιλαμβάνει 3 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Podiceps nigricollis nigricollis (C. L. Brehm, 1831).