Η Μομορντίκα (Momordica) είναι γένος φυτών με περίπου 60 είδη, πολυετή (perennial)[Σημ. 1] ή μονοετή, κυρίως αναρριχώμενα ποώδη και σπανιότερα μικροί θάμνοι, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια Κολοκυνθίδες (Cucurbitaceae), της τάξης των Κολοκυνθωδών (Cucurbitales). Είναι ενδημικό γένος των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας. Τα περισσότερα είδη παράγουν ανθικά έλαια και τα επισκέπτονται ειδικοί επικονιαστές Ctenoplectrini, της φυλής των απιδών (apid). Η μοριακή φυλογένεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα είδη, είναι διαθέσιμη (Schaefer και Renner, 2010).
Κάποια είδη Μομορντίκας καλλιεργούνται για τον σαρκώδη τους καρπό, ο οποίος έχει σχήμα μακρόστενο προς κυλινδρικό και χρώμα πορτοκαλί προς κόκκινο, ενώ εξωτερικά είναι αγκαθωτός ή με εξογκώματα σαν σπίλους. Οι καρποί της Momordica charantia, γενικά «σκάνε» ακανόνιστα όταν ωριμάσουν.
Η Μομορντίκα (Mormodica) μπορεί να καλλιεργηθεί σε βάζα ή ζαρντινιέρες των 5 λίτρων και δεν είναι ευπαθής σε μάστιγες. Μετά τη σπορά, η Μομορντίκα αναπτύσσει φύλλα σε περίπου 11 ημέρες και άνθη μετά από 40 έως 50 ημέρες. Μετά τη γονιμοποίηση, οι καρποί της Μομορντίκας θα αναπτυχθούν σε περίπου 10 ημέρες.[1]
Η Momordica charantia (πικρό πεπόνι, Κινεζικά: ku gua 苦瓜) είναι ενδημικό φυτό στην Αφρική αλλά έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και αιώνες, στην Κινεζική λαϊκή ιατρική ως 'πικρό, κρύο' βότανο, έχει δε προσφάτως τεθεί στην επικρατούσα τάση της Κινεζικής ιατρικής καθώς και στις ποικίλες θεραπευτικές παραδόσεις ανά τον κόσμο.
Πρόκειται για ένα τροπικό και υποτροπικό φυτό το οποίο καλλιεργείται ευρέως στην Ασία, την Αφρική και την Καραϊβική, για τους βρώσιμους καρπούς του, οι οποίοι συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο πικρούς, γνωστούς καρπούς.[2] Πολλές ποικιλίες της διαφέρουν ουσιαστικά στο σχήμα και την πίκρα του καρπού. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ο ανώριμος καρπός, μπορεί να έχει κάποιες αντιβιοτικές, αντικαρκινικές και αντι-ιικές ιδιότητες, ιδιαίτερα κατάλληλο για χρήση στην θεραπεία της ελονοσίας, του ιού HIV και διαβητικές καταστάσεις. Η χρήση του καρπού Μομορντίκα (Momordica) αντενδείκνυται σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως κατά την εγκυμοσύνη.
Έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορα Ασιατικά παραδοσιακά φάρμακα για τη θεραπεία της χολέρας, βρογχίτιδας, αναιμίας, ασθένειες του αίματος, έλκος, διάρροιας, δυσεντερίας, ρευματισμών, βλεννόρροιας, ουρικής αρθρίτιδας, σκουληκιών, κολικούς, νόσο του ήπατος και της σπλήνας, καρκίνου, διαβήτη κ.ά.[4]
Η Μομορντίκα (Momordica) είναι γένος φυτών με περίπου 60 είδη, πολυετή (perennial) ή μονοετή, κυρίως αναρριχώμενα ποώδη και σπανιότερα μικροί θάμνοι, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια Κολοκυνθίδες (Cucurbitaceae), της τάξης των Κολοκυνθωδών (Cucurbitales). Είναι ενδημικό γένος των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας. Τα περισσότερα είδη παράγουν ανθικά έλαια και τα επισκέπτονται ειδικοί επικονιαστές Ctenoplectrini, της φυλής των απιδών (apid). Η μοριακή φυλογένεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα είδη, είναι διαθέσιμη (Schaefer και Renner, 2010).