Το δίκοκκο σιτάρι (επιστ. ονομ.: Triticum turgidum ssp. dicoccum), γνωστό και ως emmer, farro, amidonnier ή polba, αποτελούσε κυρίαρχο καλλιεργούμενο σιτάρι στην Ασία, Αφρική και Ευρώπη από τα πρώτα χρόνια της γεωργίας. Σήμερα καλλιεργείται σποραδικά σε περιορισμένες περιοχές.
Κόκκοι του δίκοκκου σιταριού βρέθηκαν στους τάφους των Πυραμίδων της Αιγύπτου, ενώ ήταν διαδεδομένο στην αρχαία Βαβυλώνα και στην Κεντρική Ευρώπη[1]. Προήλθε από το άγριο δίκοκκο T. turgidum ssp. dicoccoides. Ήταν ένα από τα πρώτα σιτηρά που εξημερώθηκαν στην περιοχή της Εύφορης Ημισελήνου (Fertile Crescent) μεταξύ 8.000-6.000 π.Χ.[2]. Στις αρχές του 20ου αιώνα το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργούνταν στη Ρωσία, στη χώρα των Βάσκων, στη Βαυαρία, στη Σερβία και στην Περσία.[3]
Σήμερα, συναντάται στη δυτική περιοχή της Εύφορης Ημισελήνου στην Ιορδανία, τη Συρία και το Ισραήλ, το κεντρικό τμήμα της νοτιοανατολικής Τουρκίας και τις ορεινές περιοχές του ανατολικού Ιράκ και του δυτικού Ιράν.[2] Επίσης, συνεχίζει να καλλιεργείται σποραδικά σε περιορισμένες περιοχές της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Ισπανίας. Ειδικότερα, καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στην Αιθιοπία, ενώ σε χώρες όπως η Ινδία και η Ιταλία η καλλιέργειά του είναι περιορισμένη.[4] Στην Ελλάδα επανεμφανίστηκε την τελευταία δεκαπενταετία.
Το καλλιεργούμενο δίκοκκο σιτάρι (T. turgidum ssp. dicoccum) και ο πρόγονός του το άγριο δίκοκκο (T. turgidum ssp. dicoccoides) είναι τετραπλοειδή σιτάρια, με γονιδιακή σύνθεση AABB. Τρία είδη εμφανίζονται σαν δότες του γονιδιώματος Α, το άγριο T. monococcum ssp. aegilopoides (T. boeoticum)[1][5], ο απόγονός του, το καλλιεργούμενο T. monococcum ssp. monococcum [6][7] και το T. urartu, το οποίο ανακαλύφθηκε μόλις το 1934.[8][9][10] Η πηγή όμως του γονιδιώματος Β είναι αμφισβητήσιμη.[1][6][9][11][12][13] Φαίνεται ότι, το προγονικό είδος το οποίο έδωσε το γονιδίωμα Β στα πολυπλοειδή σιτάρια πιθανότατα έχει εξαφανιστεί σήμερα.[14]
Το άγριο δίκοκκο σιτάρι (T. turgidum ssp. dicoccoides) είναι ο πρόγονος του καλλιεργούμενου δίκοκκου σιταριού και απαντάται στη Νοτιοανατολική Ασία. Ανακαλύφθηκε από τον Aaron Aaronsohn το 1906 στην Rosh Pinna, βόρεια της θάλασσας της Γαλιλαίας.[3][15] Είναι ετήσιο, αυτογονιμοποιούμενο φυτό με μεγάλους επιμήκεις σπόρους και εύθραυστα στάχυα που κατά την ωρίμανση διαλύονται σε σταχύδια.
Το ήμερο δίκοκκο σιτάρι (Triticum turgidum ssp. dicoccum) ανήκει στο Τμήμα (Sectio) Dicoccoidea. Το καλάμι είναι γεμάτο ή κούφιο, ενώ τα φύλλα έχουν συνήθως τρίχες. Έχει αγανοφόρους στάχεις, με δύο ως τέσσερα άνθη ανά σταχύδιο, παράγει όμως μόνο δύο κόκκους. Η ράχη του θραύεται κατά τον αλωνισμό[16] και οι σπόροι συγκρατούν τα λέπυρα και μέρος της ράχης. Επομένως, κι αυτό είναι «ντυμένο», όπως και το μονόκοκκο σιτάρι (T. monococcum ssp. monococcum) και η όλυρα ή σιτάρι σπέλτα (T. aestivum ssp. spelta). Με άλλα λόγια ο σπόρος είναι σφιχτά κλεισμένος στα λέπυρα και απαιτείται επιπρόσθετη επεξεργασία ώστε να απομακρυνθούν τα λέπυρα. Οι κόκκοι του δίκοκκου σιταριού είναι μακριοί και λεπτοί και το χρώμα των πιτυρούχων στρωμάτων είναι σκούρο.[17] Τα δίκοκκα σιτάρια μπορεί να είναι χειμερινά ή ανοιξιάτικα και είναι πολύ ανθεκτικά στην ξηρασία και στην υγρασία. Μερικές ποικιλίες παρουσιάζουν αντοχή στις ασθένειες, που τα καθιστά χρήσιμα για βελτιωτικούς σκοπούς.[18] Εμφανίζουν ικανοποιητικές αποδόσεις σε ποικιλία εδαφών και κλιμάτων, ευδοκιμούν όμως συνήθως σε ξηρές πεδιάδες με ζεστό καλοκαίρι.[1]
Το δίκοκκο σιτάρι (επιστ. ονομ.: Triticum turgidum ssp. dicoccum), γνωστό και ως emmer, farro, amidonnier ή polba, αποτελούσε κυρίαρχο καλλιεργούμενο σιτάρι στην Ασία, Αφρική και Ευρώπη από τα πρώτα χρόνια της γεωργίας. Σήμερα καλλιεργείται σποραδικά σε περιορισμένες περιοχές.