Τα Μαντοφασματώδη (Mantophasmatodea) αποτελούν μια τάξη εντόμων. Δεν έχουν πτέρυγες, αλλά κατατάσσονται στα νεόπτερα. Η τάξη είναι ή πιο μικρή τάξη εντόμων και καθορίστηκε μόνο το 2002. Περιλαμβάνει παγκοσμίως μόνο 12 είδη, τα οποία κατατάσσονται σε 9 γένη και 3 οικογένειες. Μοιάζουν λίγο με άπτερη ακρίδα. Το όνομα είναι σύνθεση των ονομάτων για της τάξεις Μαντώδη και Φασματώδη. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει εκπρόσωπος της τάξης. Τα είδη δεν έχουν οικονομική σημασία για τον άνθρωπο.
Ανάλογα με το είδος το επίμηκες σώμα των ενηλίκων αποκτά μήκος από 9 έως 25 χιλιοστόμετρων. Τα αρσενικά είναι λίγο μικρότερα από τα θηλυκά. Το χρώμα ποικίλλει ανάλογα με το είδος και επίσης μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους. Τα έντομα μπορούν να είναι μονόχρωμα ή να φέρουν στίγματα σε σχήμα λωρίδων ή κουκκίδων.
Στο κεφάλι εκφύονται δυο νηματοειδείς πολυμερείς κεραίες. Η μορφή των βασικών μελών των κεραιών είναι μοναδική σε αυτήν την τάξη, και δεν την συναντούμε σε καμία άλλη τάξη εντόμων. Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι καλά αναπτυγμένοι, ενώ τα οφθαλμίδια λείπουν. Τα στοματικά μόρια είναι μασητικού τύπου και δείχνουν προς τα κάτω.
Το πρόνωτο είναι μεγαλύτερο από τη νωτιαία πλάκα του μεσοθώρακα και του μεταθώρακα, αλλά οι τρεις πλάκες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Οι κνήμες των μπροστινών και μεσαίων ποδιών είναι εφοδιασμένες με δυο σειρές μικρών αγκαθιών. Η θέση αυτών στη εσωτερική πλευρά διευκολύνει την σύλληψη θηραμάτων. Σε σύγκριση με τους μηρούς των μεσαίων ποδιών οι μηροί των μπροστινών ποδιών είναι πιο χοντροί. Τα οπίσθια πόδια τείνουν στην μορφή ποδιών πηδητικού τύπου, επιτρέπουν όμως μόνο μικρά πηδήματα. Κατά κανόνα τα έντομα αυτά κινούνται πολύ αργά. Οι ταρσοί είναι πενταμερείς, αλλά τα τρία βασικά μέρη χωρίζονται μόνο με μια αυλάκωση. Μεταξύ των δυο νυχιών εκφύεται ένα μακρόστενο εξάρτημα, ένα είδος δερμάτινου λοβού (λατινικά: Arolium).
Η κοιλία αποτελείται από δέκα καλά αναπτυγμένα ουρομερή και υπόλοιπα ενός ενδέκατου κοιλιακού δακτυλίου. Οι κέρκοι είναι μονομερείς, κοντοί στο θηλυκό, μέτριοι, κυρτοί και ειδικευμένοι για σφίξιμο στο αρσενικό. Στα θηλυκά η κοιλία είναι πιο φαρδύ στη μέση, στα αρσενικά κατά την οπίσθια άκρη. Στο όγδοο και ένατο ουρήτη του θηλυκού εκβάλλεται τριμερείς κοντό ωοθέτη. Τα εξωτερικά γεννητικά όργανα του αρσενικά φαίνονται μόνο κατά το ζευγάρωμα. Και στα δυο γένη ο στερνήτης του ένατου ουρήτη σχηματίζει μεγάλη πλάκα, ή οποία καλύπτει τα γεννητικά ανοίγματα.
Όλα τα γνωστά είδη συναντούμε στην δυτική Νότια Αφρική (Ναμίμπια και γειτονικές χώρες). Τα απολιθώματα όμως αποδεικνύουν, πως στο παρελθόν η γεωγραφική εξάπλωση δεν περιορίστηκε στην Αφρική. Όλα τα είδη συναντούμε σε περιοχές, οι οποίες έξω από την περίοδο των βροχών είναι αρκετά ξηρές και σχεδόν χωρίς δέντρα. Δείχνουν μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας κατά την ημέρα και κατά τη νύχτα.
Τα άτομα ζουν μόνιμα, σχετικά συχνά συναντούμε ένα αρσενικό και ένα θηλυκό στο ίδιο φυτό. Οι κινήσεις είναι αργά. Συνήθως μόνο τα βασικά ταρσομερή βρίσκονται σε επαφή με το έδαφος, γι' αυτό στα αγγλικά ονομάζονται και heel-walkers, δηλαδή φτέρνα-βάτες. Τα καλά καμουφλαρισμένα έντομα ενεργούν μέρα και νύχτα. Τρώνε άλλα αρθρόποδα με μήκος μέχρι το δικό τους μήκος. Τα κόβουν με τα στοματικά μόρια σε μικρά κομμάτια και καταβροχθίζουν τις μπουκιές. Παρατηρούνται και περιπτώσεις κανιβαλισμού. Τα αρσενικά προκαλούν ήχους, κτυπώντας την κοιλιά τους στο έδαφος.
Δεν είναι γνωστές ιδιαίτερες διαδικασίες κατά την σεξουαλική προσέγγιση. Για το ζευγάρωμα το αρσενικό πηδάει στα νώτα του θηλυκού και λυγίζει την κοιλιά του πλευρικά προς την κάτω ακμή του ένατου ουρομερούς του θηλυκού, όπου εκβάλλει το γεννητικό σύστημα του θηλυκού. Μπορεί να παραμένει σε αυτήν την στάση μέχρι τρεις μέρες. Το θηλυκό με το ωοθέτη από μείγμα άμμου και εκκρίσεις κατασκευάζει σκληρή θήκη το οποίο περιέχει περίπου 9 αυγά. Η εκκόλαψη γίνεται στην αρχή της περιόδου των βροχών. Οι νύμφες υφίστανται μερικές εκδύσεις. Το βιολογικό κύκλο διαρκεί ένα χρόνο.
Τα μόνο γνωστά απολιθώματα βρέθηκαν στο βαλτικό κεχριμπάρι, περιλαμβάνουν τέσσερα είδη και έχουν ηλικία μόνο 45 ετών.[1] Η τάξη πιθανώς είναι συγγενή με τις τάξεις Γρυλοβλαττοειδή και Φασματώδη.
Η σημερινή οικογένεια Austrophasmatidae περιλαμβάνει τα τέσσερα γένη Namaquaphasma, Karoophasma, Lobophasma, Hemilobophasma και Austrophasma. Η οικογένεια Mantophasmatidae αποτελείται από τα γένη Mantophasma και Skerophasma. Η οικογένεια Tansaniophasmatidae αποτελείται μόνο από το γένος Tansaniaphasma. Η ταξινομική θέση του γένους Praedatophasma είναι υπό συζήτηση.
Τα Μαντοφασματώδη (Mantophasmatodea) αποτελούν μια τάξη εντόμων. Δεν έχουν πτέρυγες, αλλά κατατάσσονται στα νεόπτερα. Η τάξη είναι ή πιο μικρή τάξη εντόμων και καθορίστηκε μόνο το 2002. Περιλαμβάνει παγκοσμίως μόνο 12 είδη, τα οποία κατατάσσονται σε 9 γένη και 3 οικογένειες. Μοιάζουν λίγο με άπτερη ακρίδα. Το όνομα είναι σύνθεση των ονομάτων για της τάξεις Μαντώδη και Φασματώδη. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει εκπρόσωπος της τάξης. Τα είδη δεν έχουν οικονομική σημασία για τον άνθρωπο.