Die Inaccessible-eilandriethaan (Atlantisia rogersi) is 'n klein voël in die familie van riethane. Dit is die enigste spesie in die genus Atlantisia. Die eilandriethaan is die wêreld se kleinste lewende voëlspesie wat nie kan vlieg nie.[1] Daar was al kleiner spesies wat nie kon vlieg nie, soos die Stephens-eilandrotswinterkoning, maar hulle het reeds uitgesterf.
Die eilandriethaan weeg gemiddeld 30 g en is 17 cm lank. Hulle is donker-roesbruin bo en donkergrys onder, met 'n kort swart snawel en rooi oë. Dit is 'n uiters lawaaierige voël. Hulle is baie nuuskierig en verlaat maklik hul skuiling om vreemde voorwerpe te ondersoek. Hulle vreet erdwurms, motte, bessies en sade. Twee eiers word tussen Oktober en Januarie gelê. Die kuikens is kwesbaar vir predasie deur die Tristanlyster (Turdus eremita).
Die Inaccessible-eilandriethaan kom slegs op Inaccessible-eiland in die suidelike Atlantiese Oseaan voor. Die eiland is 'n rustende vulkaan, sowat 29 km suidwes van Tristan da Cunha, wat eers in 1982 volledig gekarteer is. Dit was aanvanklik moeilik om die binneland van die eiland te bereik, vandaar die naam. Die eiland is as 'n wêrelderfenisgebied verklaar en is 'n belangrike broeiplek vir seevoëls.
Die enigste rede hoekom dié spesie sedert die ontdekking van die eiland deur mense oorleef het, is omdat dit nog nie deur soogdiere soos muise en rotte binnegedring is nie. Soogdiere is 'n ernstige bedreiging vir voëls op geïsoleerde eilande, soos blyk uit die verwoesting wat huismuise op die nabygeleë Gougheiland gesaai het.[2]
Die Inaccessible-eilandriethaan (Atlantisia rogersi) is 'n klein voël in die familie van riethane. Dit is die enigste spesie in die genus Atlantisia. Die eilandriethaan is die wêreld se kleinste lewende voëlspesie wat nie kan vlieg nie. Daar was al kleiner spesies wat nie kon vlieg nie, soos die Stephens-eilandrotswinterkoning, maar hulle het reeds uitgesterf.
El rascló de l'Illa Inaccessible (Atlantisia rogersi) és un ocell de la família dels ràl·lids (Rallidae). Habita l'Illa Inaccessible de l'Arxipèlag Tristan da Cunha. És un ocell no capacitat per al vol i única espècie viva del gènere Atlantisia al que alguns autors inclouen també el rascló de Santa Helena (Atlantisia podarces) que altres inclouen al gènere Aphanocrex.
El rascló de l'Illa Inaccessible (Atlantisia rogersi) és un ocell de la família dels ràl·lids (Rallidae). Habita l'Illa Inaccessible de l'Arxipèlag Tristan da Cunha. És un ocell no capacitat per al vol i única espècie viva del gènere Atlantisia al que alguns autors inclouen també el rascló de Santa Helena (Atlantisia podarces) que altres inclouen al gènere Aphanocrex.
Aderyn a rhywogaeth o adar yw Rhegen Ynys Inaccessible (sy'n enw benywaidd; enw lluosog: rhegennod Ynys Inaccessible) a adnabyddir hefyd gyda'i enw gwyddonol Atlantisia rogersi; yr enw Saesneg arno yw Inaccessible Island rail. Mae'n perthyn i deulu'r Rhegennod (Lladin: Rallidae) sydd yn urdd y Gruiformes.[1]
Talfyrir yr enw Lladin yn aml yn A. rogersi, sef enw'r rhywogaeth.[2]
Ni all hedfan, er fod ganddo adenydd.
Mae'r rhegen Ynys Inaccessible yn perthyn i deulu'r Rhegennod (Lladin: Rallidae). Dyma rai o aelodau eraill y teulu:
Rhestr Wicidata:
rhywogaeth enw tacson delwedd Corsiar Porphyrio porphyrio Iâr ddŵr Allen Porphyrio alleni Rhegen adeinresog Nesoclopeus poecilopterus Rhegen Andaman Rallina canningi Rhegen dywyll Pardirallus nigricans Rhegen goeslwyd Rallina eurizonoides Rhegen Ynys Inaccessible Atlantisia rogersi Tacahe Porphyrio mantelliAderyn a rhywogaeth o adar yw Rhegen Ynys Inaccessible (sy'n enw benywaidd; enw lluosog: rhegennod Ynys Inaccessible) a adnabyddir hefyd gyda'i enw gwyddonol Atlantisia rogersi; yr enw Saesneg arno yw Inaccessible Island rail. Mae'n perthyn i deulu'r Rhegennod (Lladin: Rallidae) sydd yn urdd y Gruiformes.
Talfyrir yr enw Lladin yn aml yn A. rogersi, sef enw'r rhywogaeth.
Ni all hedfan, er fod ganddo adenydd.Η ατλαντισία είναι γερανόμορφο πτηνό της οικογενείας των Ραλλιδών, που απαντά αποκλειστικά στη νήσο Ιναξέσιμπλ (Inaccesible, ελλ. απόδοση Απρόσιτη Νήσος) του Αρχιπελάγους Τριστάν ντα Κούνια (Tristan da Cunha), στον νότιο Ατλαντικό. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Atlantisia rogersi και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [2]
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Atlantisia, δόθηκε στο πτηνό από τη μυθική Ατλαντίδα, λόγω του απόμακρου των νήσων Τριστάν ντα Κούνια που, η ευρύτερη περιοχή τους (νότιος Ατλαντικός) αποτελούσε μία από τις φημολογούμενες θέσεις της.
Ο όρος rogersi στην επιστημονική ονομασία του είδους, οφείλεται στον Βρετανό ιερωμένο Χ. Ρότζερς (H. M. C. Rogers, 1879-1926) ο οποίος ήταν ο πρώτος που συνέλεξε δείγματα του πτηνού, τα οποία μετεφέρθησαν τον Ιούλιο του 1923 (έτος ονομασίας του είδους), στο Βρετανικό Μουσείο, οπότε και ανέλαβε την ταυτοποίηση και καταχώρησή του ως νέο είδος, ο Λόουι (βλ. Συστηματική).
Το είδος περιγράφηκε από τον Άγγλο χειρουργό και ορνιθολόγο Π.Λόουι (Percy Roycroft Lowe, 1870-1948). Κάποτε, στο γένος Atlantisia συμπεριλαμβάνονταν δύο ακόμη είδη, που ζούσαν στα γειτονικά νησιά της Αναλήψεως και της Αγίας Ελένης, τα Mundia elpenor και Aphanocrex podarces, αντίστοιχα. Το πρώτο είχε αναφερθεί περιληπτικά απο τον ταξιδευτή και φυσιοδίφη Πίτερ Μούντι (Peter Mundy) το 1656, [5] και εξαφανίστηκε λίγο πριν το 1700. Το δεύτερο, είχε κάποιες αναφορές χωρίς να το δει κανείς και, εξαφανίστηκε πριν το 1600. Ωστόσο, επειδή κατοπινές έρευνες έδειξαν ότι τα δύο αυτά είδη εξελίχθηκαν ανεξάρτητα (μάλιστα η Ατλαντισία, δεν είχε κάποια κοντινή σχέση με αυτά), μετακινήθηκαν το καθένα στο δικό του ξεχωριστό γένος. [6]
Η ατλαντισία απαντά ως ενδημικό είδος της νήσου Ιναξέσιμπλ (Inaccesible, ελλ. απόδοση Απρόσιτη Νήσος) στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η νήσος αποτελεί μέρος του ευρύτερου συμπλέγματος Τριστάν ντα Κούνια (Tristan da Cunha), που βρίσκεται απομονωμένο στις εσχατιές του Νοτίου Ημισφαιρίου. [7][8][9]
Η ατλαντισία απαντά σε όλο το νησί, στους περισσότερους τύπους βλάστησης και σε όλα τα υψόμετρα (μέχρι τα 500 μ. [10]), ακόμη και στις πιο απότομες πλαγιές. [11]
Έχει καταγραφεί να φωλιάζει κυρίως στα δυτικά παράκτια οικοσυστήματα του νησιού (Blenden Hall), που βρίθουν από το πολύ υψηλό (μέχρι 3μ.) αγρωστώδες Spartina arundinacea, ιδίως όταν αυτό είναι αναμεμειγμένο με το πτεριδόφυτο Blechnum penna-marina. [12][13][14] Φωλιές έχουν βρεθεί επίσης, στα ορεινά, γυμνά από δένδρα πλατώματα του νησιού με πλούσιο υπόστρωμα από φυτά της οικογένειας Cyperaceae [15] και συστάδες από φτέρες, μακριά από τις ορθοπλαγιές. [16] Συχνάζει ακόμη στους ρεικότοπους των οροπεδίων [17] και εκεί όπου όπου η βλάστηση, οι σκόρπιοι βράχοι ή άλλα χαρακτηριστικά του τοπίου στο επίπεδο του εδάφους, δημιουργούν σήραγγες ή σχισμές, στις οποίες μπορεί να καλυφθεί και να φωλιάσει. [18]
Το είδος απαντά, πρακτικά, σε κάθε διαθέσιμο ενδιαίτημα συμπεριλαμβανομένων των περιοχών με πολύ κοντή βλάστηση, παραλίες με διάσπαρτα βράχια και βαλτώδεις περιοχές, πάνω από τη γραμμή παλίρροιας. [19] Η μοναδική περιοχή του νησιού απ’ όπου φαίνεται να απουσιάζει, είναι εκείνη στο South Hill, με τις ηφαιστιακές πέτρες σε υπόστρωμα αγρωστωδών, χωρίς όμως αυτό να είναι απολύτως βέβαιο. [20][21][22]
Η ατλαντισία είναι πτηνό, με γενικότερο «στρουμπουλό» παρουσιαστικό, σκοτεινά χρώματα και ελαφρύ σε σχέση με το μέγεθός της. Όλη η άνω επιφάνεια του σώματος έχει μαυριδερό καφετί χρώμα με εμφανή σκωριόχρωμη απόχρωση, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι καφετί-γκρίζα, με αχνές υπόλευκες ραβδώσεις στα πλευρά. Το ράμφος της είναι κοντό, μυτερό και σκουρόγκριζο, οι ταρσοί και τα πόδια γκρίζα, ενώ η ίριδα του οφθαλμού είναι κοκκινωπή. Στο μεγάλο δάκτυλο των ποδιών τους, τόσο τα ενήλικα άτομα, όσο και οι νεοσσοί, φέρουν ένα εξαιρετικά μεγάλο νύχι, το οποίο τα βοηθάει, πιθανότατα, να αναρριχώνται στη βλάστηση. Τα αρσενικά να είναι λίγο μεγαλύτερα από τα θηλυκά. [23] Τα νεαρά άτομα είναι σκουρότερα σε χρωματισμό και με καστανόμαυρη ίριδα. [24]
Η δίαιτα της ατλαντισίας περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ασπονδύλων, όπως γαιοσκώληκες, νυχτοπεταλούδες, μυριάποδα (σαρανταποδαρούσες), καθώς και μεγάλη ποικιλία εντόμων και των προνυμφών τους. Επίσης, φυτική ύλη όπως μούρα και σπέρματα, [26][27], αλλά ποτέ ψάρια ή θνησιμαία άλλων πτηνών, παρόλο που υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία στις ακτές του νησιού. Επίσης αγνοεί τις «ανθρωπογενείς» τροφές, όπως τυρί και ψωμί που οι επιστήμονες τοποθετούν επίτηδες για να καταγράψουν το διαιτολόγιό της. [28]
Όταν αναζητεί την τροφή της σε ανοικτές περιοχές, με χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτες πέτρες, η ατλαντισία είναι εξαιρετικά επιφυλακτική και προσεκτική. Είναι δραστήρια κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά περιστασιακά μπορεί να τρέφεται ή να ακούγεται και τα βράδια. [29]
Όπως προαναφέρθηκε, η ατλαντισία είναι είδος που έχει χάσει την πτητική του ικανότητα. Είναι είδος μονογαμικό και, ζει σε ολιγομελείς οικογενειακές ομάδες, [30] που κατέχουν μικρές περιοχές με πυκνότητα 10-15 πτηνά ανά εκτάριο -όταν τα ενδιαιτήματα βρίσκονται σε καλή κατάσταση-. [31][32] Υπάρχουν περιγραφές για το πτηνό, οι οποίες παρομοιάζουν τη γενικότερη κίνησή του στο έδαφος με εκείνη ενός ποντικού (mouse-like). [33] Αυτό οφείλεται, κατά μεγάλο ποσοστό, στο γρήγορο και με αλλαγές κατεύθυνσης, βάδισμά του. Ενώ όταν αναζητεί την τροφή του βαδίζει αργά, μπορεί να τρέξει ταχύτατα σε περίπτωση κινδύνου, με τις πτέρυγες ανοιγμένες σε σχήμα τόξου, ενώ κρατάει το σώμα του καμπουριαστό. Επίσης, έχει παρατηρηθεί να ανεβαίνει στα φυτά, μέχρι 1,5 μέτρο, ή σε πλαγιές με κλίση μέχρι 60°, έχοντας ανοιγμένες και κτυπώντας τις πτέρυγες για ισορροπία και, ίσως, υποβοηθούμενη από το νύχι του μεγάλου δακτύλου των ποδιών της. [34]
Η ατλαντισία είναι πτηνό που αρθρώνει αρκετά και δυνατά καλέσματα, πιθανότατα για να επικοινωνεί με τα άλλα πουλιά του είδους της, στη χαμηλή βλάστηση. Ένα από αυτά που αρθρώνει συχνότερα, είναι μία χαρακτηριστική τρίλια, κυρίως από τα ζευγάρια στην περιοχή φωλιάσματος και για να υπερασπίσουν το ζωτικό τους χώρο. Επίσης, όταν αναζητεί την τροφή της, αναγνωρίζονται τρεις μονότονοι υψίσυχνοι ήχοι, ενώ όταν φωλιάζει και πλησιάζει θηρευτής βγάζει ένα χαρακτηριστικό ήχο κινδύνου, με το οποίο «προτρέπει» τους νεοσσούς να παραμείνουν σιωπηλοί. [35]
Τα είδη των πτηνών που έχουν απωλέσει την ικανότητά τους προς πτήση, περίπου 40 σωζόμενα, φαίνεται να ανήκουν χονδρικά σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε εκείνα που έχουν παντελή έλλειψη τρόπιδας, της κάθετης ελασματοειδούς απόφυσης του θωρακικού κλωβού [36] πάνω στην προσφύονται οι πτητικοί μύες και σε εκείνα που έχουν διαμορφωμένη τρόπιδα -αν και σε μικρό βαθμό- και απώλεσαν την πτητική τους ικανότητα για περιβαλλοντικούς λόγους, ή σε συνδυασμό των δύο παραγόντων. Για παράδειγμα, η στρουθοκάμηλος ανήκει στην πρώτη περίπτωση, αλλά οι περιοχές όπου ζει βρίθουν από δυνητικούς θηρευτές, χωρίς αυτό να είναι απαγορευτικό για την επιβίωσή της, λόγω των αμυντικών μηχανισμών που έχει αναπτύξει στο πέρασμα των αιώνων.
Η ατλαντισία ανήκει σε εκείνα τα μη-ιπτάμενα είδη, που απώλεσαν την πτητική τους ικανότητα λόγω απουσίας θηρευτών. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που τα περισσότερα από τα πουλιά που δεν μπορούν να πετάξουν, απαντούν σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως λ.χ. απομονωμένα νησιά. Οι ανεπαρκείς και, πολλές φορές ανύπαρκτες, συγκοινωνιακές υποδομές βοήθησαν στην απουσία σημαντικών θηρευτών από τα μέρη αυτά, που στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν έλθει εκεί από τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ανίκανα προς πτήση πτηνά, βρίσκονται στη Νέα Ζηλανδία και τα νησιά του νότιου Ατλαντικού, περιοχές που -τουλάχιστον στο παρελθόν- ήσαν δυσπρόσιτες. [37]
Τα αρσενικά υπερασπίζονται το ζωτικό τους χώρο έντονα, με χαρακτηριστικούς ήχους και επιθετική διάθεση, μέχρις ότου το ένα να υποχωρήσει. Εκτός από κάποιες αναφορές για τα αυγά και τους νεοσσούς του είδους, από τους δύο προηγούμενους αιώνες, η αναπαραγωγή της ατλαντισίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό όχι καλά μελετημένη. [38]
Κατασκευάζει τη φωλιά της πάνω στο έδαφος, κάτω από ένα πυκνό κάλυμμα βλάστησης, [39] συχνά σε περιβάλλον με το πτεριδόφυτο Blechnum penna-marina. Είναι προσεκτικά υφασμένη από προσκείμενο φυτικό υλικό, συνήθως οβάλ ή σε σχήμα αχλαδιού, με την είσοδο στο στενότερο άκρο της και, προσβάσιμη μέσω ενός τμήματος που λειτουργεί ως δίοδος, συνήθως σηραγγοειδούς μορφής, που εκτείνεται μέχρι 50 εκατοστά μέσα στη βλάστηση. [40] Έχει ειπωθεί ότι η ατλαντισία μπορεί να σκάβει υπόγειες σήραγγες, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί, αν και υπάρχει αναφορά για μία τέτοια τρύπα που είχε βρεθεί στις ρίζες ενός φυτού, με βάθος 30 εκατοστά, περίπου. Η φωλιά μπορεί έχει λεπτά τοιχώματα έτσι ώστε, σε περίπτωση κινδύνου το πουλί να μπορεί να διαφύγει εύκολα, αλλά μπορεί και να είναι πιο στιβαρή κατασκευή. [41]
Οι διαστάσεις της φωλιάς ποικίλλουν: μία (1) είχε μήκος 17 εκατοστά, πλάτος 13 εκ. και ύψος 13 εκ., επίσης. Η εσωτερική διάμετρος ήταν 9 εκ. και η διάμετρος εισόδου 4 εκ. Σε τέσσερις καταμετρημένες φωλιές, οι τρεις είχαν ως βασικό υλικό κατασκευής τα γειτονικά αγρωστώδη και μία, ξερά φυτά Cyperaceae. [42]
Παρόλο που υπάρχουν πολύ λίγα δεδομένα, η περίοδος αναπαραγωγής τοποθετείται από τον Οκτώβριο έως τον Ιανουάριο και, η γέννα αποτελείται από 2, πολύ σπάνια 3 αβγά. [43] Οι διαστάσεις των δύο αβγών από μια φωλιά ήταν 32,6Χ22,0 και 33,8Χ23,3 χιλιοστά. Τα αβγά ζυγίστηκαν έξι φορές πριν την εκκόλαψη και είχαν μέσο βάρος 8,7±0,12 γραμμάρια, δηλαδή το 25% του βάρους του θηλυκού, το οποίο ζυγίστηκε στα 36,9 γραμμάρια. Η περίοδος επώασης παραμένει άγνωστη, αλλά επωάζουν και οι δυο γονείς, με το αρσενικό να επωάζει κατά μέσον όρο 81 λεπτά σε κάθε «βάρδια», και το θηλυκό 50 λεπτά, περίπου. [44]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με ανεπτυγμένο χνούδι και μπορούν να περπατήσουν μέσα σε δύο ώρες. Αφήνουν τη φωλιά ήδη από την επόμενη ημέρα της εκκόλαψής τους και επιτηρούνται από τον ένα γονέα, ενώ ο άλλος σιτίζεται. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο ήδη ανεπτυγμένος όνυχας στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού. [45]
Όπως προαναφέρθηκε, η ατλαντισία δεν έχει σημαντικούς θηρευτές στη νήσο Ιναξέσιμπλ (Inaccesible, ελλ. απόδοση Απρόσιτη Νήσος), γι’ αυτό καταφέρνει όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να έχει σχετικά σταθερούς πληθυσμούς. [46] Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν όλοι οι θηρευτές. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι η τσίχλα των Τριστάν ντα Κούνια (Nesocichla eremita), επίσης ενδημικό στη νήσο αλλά και στα γύρω νησιά, που τρέφεται συνήθως με θνησιμαία, αλλά μπορεί κάλλιστα να λεηλετήσει τη φωλιά ενός άλλου πουλιού, όπως της ατλαντισίας. [47]
Επίσης, ο πολύ υγρός καιρός του νησιού, μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο, ιδιαίτερα για τους ευάλωτους νεοσσούς, χωρίς όμως να είναι πραγματική απειλή. Ωστόσο, υπάρχει ένας μόνιμος «φόβος» ότι το νησί θα εποικιστεί από αρπακτικά θηλαστικά, έναν πραγματικά σοβαρό κίνδυνο, ιδιαίτερα από τον κοινό αρουραίο Rattus rattus από τα γειτονικά νησιά. Ο αποικισμός της νήσου Ιναξέσιμπλ από δυνητικούς ανταγωνιστές θα μπορούσε επίσης να είναι μια απειλή, καθώς και ξενικά είδη ασπονδύλων, που θα μπορούσε να τροποποιήσουν αρνητικά τη βάση της τροφικής αλυσίδας της ατλαντισίας. [48] Άλλωστε, και, παρά την ονομασία του, το νησί είναι πλέον πιο προσιτό μέσω ενός περιπολικού σκάφους για τον έλεγχο της αλιείας, με βάση το Τριστάν. [49]
Ο πληθυσμός του είδους ήταν γύρω στα 1.200 άτομα το 1938, [50] αυξήθηκε κατόπιν στα 5.000-10.000 το 1952, [51] για να πέσει και πάλι στα 1.000-2.000 ζευγάρια αναπαραγωγής το 1974 [52]. Η πιο ακριβής μέχρι στιγμής έρευνα, έδωσε μια εκτίμηση 8.400 ατόμων, που αντιστοιχούν χονδρικά σε 5.600 ενήλικες. [53] Οι πυρκαγιές που ξέσπασαν στο νησί μεταξύ 1872 και 1909, θα μπορούσαν να είχαν σκοτώσει πολλά άτομα, φαίνεται όμως ότι οι άφθονες παραλιακές κρυψώνες προσέφεραν και προσφέρουν ασφαλή καταφύγια σε αυτές τις περιπτώσεις. Γενικά, δεν υπήρξαν σοβαρές πυρκαγιές στο νησί για περισσότερα από ογδόντα χρόνια. [54] Πάντως, η ατλαντισία απαντά παντού στη νήσο, πιθανόν όμως να βρίσκεται στην υψηλότερη δυνατή πληθυσμιακή κατάσταση (carrying capacity), λόγω της υψηλής πυκνότητας του πληθυσμού της και της έλλειψης μεγάλων θηρευτών ή ανταγωνιστών, οπότε έχουν αναπτυχθεί αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως καθυστερημένη ωριμότητα και μικρή σε μέγεθος ωοτοκία. [55][56]
Το είδος, κυρίως λόγω του ότι είναι στενοενδημικό και περιορισμένο σε ένα τόσο μικρό νησί, ακόμη και αν οι πληθυσμοί του είναι σχετικά σταθεροί, θεωρείται Ευάλωτο (VU) από την IUCN. ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22692556/0
Η νήσος Ιναξέσιμπλ είναι προστατευόμενο Φυσικό Καταφύγιο (Natural Reserve) αν και, οι κάτοικοι των γειτονικών νησιών διατηρούν το δικαίωμα να συλλέγουν επιπλέοντα ξύλα και γκουανό, παρά την περιορισμένη πρόσβαση. [57] Ένα σχέδιο διαχείρισης για το νησί επρόκειτο να συζητηθεί το 2000. [58] Κάποια από τα προτεινόμενα διαχειριστικά μέτρα είναι:
Η ατλαντισία είναι γερανόμορφο πτηνό της οικογενείας των Ραλλιδών, που απαντά αποκλειστικά στη νήσο Ιναξέσιμπλ (Inaccesible, ελλ. απόδοση Απρόσιτη Νήσος) του Αρχιπελάγους Τριστάν ντα Κούνια (Tristan da Cunha), στον νότιο Ατλαντικό. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Atlantisia rogersi και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Η ατλαντισία ανήκει σε εκείνα τα πτηνά που έχουν χάσει την πτητική τους ικανότητα (flightless birds) και, μάλιστα, κατέχει τον τίτλο του μικρότερου σε μέγεθος, σωζόμενου πτηνού αυτής της «ομάδας», ακριβώς στον αντίποδα της στρουθοκαμήλου, η οποία επίσης είναι ανίκανη να πετάξει.Atlantisia rogersi Atlantisia generoko animalia da. Hegaztien barruko Rallidae familian sailkatua dago.
Atlantisia rogersi Atlantisia generoko animalia da. Hegaztien barruko Rallidae familian sailkatua dago.
Erakkoluhtakana (Atlantisia rogersi) on Tristan da Cunhan saaristossa sijaitsevan asumattoman Inaccessiblen kotoperäinen rantakana. Lajin populaatio on kooltaan noin 8 400 yksilöä. Percy Roycroft Lowe kuvaili lajin holotyypin Inaccessiblelta vuonna 1923.[2]
Erakkoluhtakana on maailman pienin lentokyvytön lintu ja painaa vain 40 grammaa. Se löydettiin ensimmäisen kerran vuonna 1870.[3]
Erakkoluhtakana (Atlantisia rogersi) on Tristan da Cunhan saaristossa sijaitsevan asumattoman Inaccessiblen kotoperäinen rantakana. Lajin populaatio on kooltaan noin 8 400 yksilöä. Percy Roycroft Lowe kuvaili lajin holotyypin Inaccessiblelta vuonna 1923.
Erakkoluhtakana on maailman pienin lentokyvytön lintu ja painaa vain 40 grammaa. Se löydettiin ensimmäisen kerran vuonna 1870.
Mandar Pulau Inaccessible (Atlantisia rogersi) adalah seekor burung kecil dari keluarga mandar, Rallidae. Hewan tersebut merupakan satu-satunya spesies dalam genusnya. Hewan tersebut hanya ditemukan di Pulau Inaccessible, Kepulauan Tristan, dan dikenal karena merupakan burung tak terbang terkecil yang masih ada di dunia. Tak seperti beberapa pulau lainnya, Pulau Inaccessible masih bebas dari predator yang didatangkan
Mandar Pulau Inaccessible (Atlantisia rogersi) adalah seekor burung kecil dari keluarga mandar, Rallidae. Hewan tersebut merupakan satu-satunya spesies dalam genusnya. Hewan tersebut hanya ditemukan di Pulau Inaccessible, Kepulauan Tristan, dan dikenal karena merupakan burung tak terbang terkecil yang masih ada di dunia. Tak seperti beberapa pulau lainnya, Pulau Inaccessible masih bebas dari predator yang didatangkan
Atlantizija (lot. Atlantisia rogersi, angl. Inaccessible Island Rail, vok. Atlantisralle) – vištelinių (Rallidae) šeimos paukštis. Tai pats mažiausias neskraidantis paukštis pasaulyje.
Kūnas 10-20 cm, plunksnos tamsiai pilkos spalvos. Patelė per spalio-sausio laikotarpį padeda du kiaušinius.
Paplitusi vienoje iš Tristano da Kunjos archepelago salų (Nepasiekiamojoje saloje), kur gyvena krūmynuose. Minta sliekais, uogomis ir sėklomis.
Natūralių priešų turi mažai, kadangi pasislepia krūmuose. Didžiausias priešas – žiurkės, kurios gali patekti į salą. 2004 m. populiaciją sudarė tik apie 8 tūkst. paukščių. Planuojama paukščius perkelti į gretimą Lakštingalų salą.
Atlantizija (lot. Atlantisia rogersi, angl. Inaccessible Island Rail, vok. Atlantisralle) – vištelinių (Rallidae) šeimos paukštis. Tai pats mažiausias neskraidantis paukštis pasaulyje.
Kūnas 10-20 cm, plunksnos tamsiai pilkos spalvos. Patelė per spalio-sausio laikotarpį padeda du kiaušinius.
Paplitusi vienoje iš Tristano da Kunjos archepelago salų (Nepasiekiamojoje saloje), kur gyvena krūmynuose. Minta sliekais, uogomis ir sėklomis.
Natūralių priešų turi mažai, kadangi pasislepia krūmuose. Didžiausias priešas – žiurkės, kurios gali patekti į salą. 2004 m. populiaciją sudarė tik apie 8 tūkst. paukščių. Planuojama paukščius perkelti į gretimą Lakštingalų salą.
AtlantizijaDe Inaccessible-eilandral (Atlantisia rogersi) is een vogel uit de familie van rallen (Gruiformes). Het is de kleinste vogel ter wereld die niet kan vliegen.[2] Er zijn kleinere soorten bekend die niet kunnen vliegen, zoals de Stephens-eilandrotswinterkoning, maar die zijn inmiddels uitgestorven.
De Inaccessible-eilandral komt alleen voor op het eiland Inaccessible in de Tristan da Cunha-archipel in de zuidelijke Atlantische Oceaan. De soort heeft op het eiland kunnen overleven sinds de ontdekking door mensen, doordat het eiland tot nu toe vrij is gebleven van invasieve zoogdieren zoals muizen en ratten. Deze vormen namelijk een grote bedreiging voor vogels op geïsoleerde eilanden, zoals wel blijkt uit de slachting die op het nabijgelegen eiland Gough door huismuizen wordt aangericht.[3]
Bronnen, noten en/of referentiesDe Inaccessible-eilandral (Atlantisia rogersi) is een vogel uit de familie van rallen (Gruiformes). Het is de kleinste vogel ter wereld die niet kan vliegen. Er zijn kleinere soorten bekend die niet kunnen vliegen, zoals de Stephens-eilandrotswinterkoning, maar die zijn inmiddels uitgestorven.
Derkaczyk nielotny[3], chruścielowiec karłowaty[3], chruścielak karłowaty[4] (Laterallus rogersi) — gatunek małego ptaka z rodziny chruścieli (Rallidae) zamieszkujący wyspę Inaccessible w archipelagu Tristan da Cunha na Oceanie Atlantyckim. Jest to najmniejszy żyjący obecnie gatunek ptaka nielotnego. Chruścielak ma około 30 g wagi i około 17 cm długości. Jest ciemno upierzony. Żywi się dżdżownicami, owadami, drobnymi owocami i nasionami. Lęg składa się z dwóch jaj składanych między październikiem a styczniem.
Derkaczyk nielotny, chruścielowiec karłowaty, chruścielak karłowaty (Laterallus rogersi) — gatunek małego ptaka z rodziny chruścieli (Rallidae) zamieszkujący wyspę Inaccessible w archipelagu Tristan da Cunha na Oceanie Atlantyckim. Jest to najmniejszy żyjący obecnie gatunek ptaka nielotnego. Chruścielak ma około 30 g wagi i około 17 cm długości. Jest ciemno upierzony. Żywi się dżdżownicami, owadami, drobnymi owocami i nasionami. Lęg składa się z dwóch jaj składanych między październikiem a styczniem.
Atlantrall[2] (Atlantisia rogersi) är en fågel i familjen rallar inom ordningen tran- och rallfåglar.[3]
Fågeln är endemisk och förekommer endast på Inaccessible Island sydväst om Tristan da Cunha.[3] Den placeras som enda art i släktet Atlantisia, men en studie från 2019 visar att arten ingår in en klad av rallar inom släktet Laterallus, med huvudsaklig utbredning i Sydamerika.[4] Dess närmaste släkting är den fläckvingade dvärgrallen.[4]
Atlantrallen är världens minsta flygoförmögna fågel.[5] Den förekommer i alla habitat på Inaccessible Island och föredrar att röra sig i skydd av tät vegetation.[6]
Den antogs tidigare vara nära utrotning, men populationen uppskattas idag till 5600 vuxna individer.[7] Med tanke på dess begränsade utbredning samt det potentiella hotet från en introduktion av predatorer, kategoriserar IUCN arten som sårbar.[7]
Atlantrallens beskrevs 1923 av Percy Lowe[8], som gav den det vetenskapliga släktnamnet Atlantisia, efter den mytologiska ön Atlantis. Det vetenskapliga artnamnet rogersi hedrar Henry Martyn Rogers (1879–1926), brittisk missionär och boende på Tristan da Cunha 1922–1925.[8][9]
Atlantrall (Atlantisia rogersi) är en fågel i familjen rallar inom ordningen tran- och rallfåglar.
Atlantisia rogersi là một loài chim trong họ Gà nước (Rallidae).[2] Loài này được Lowe phân loại vào năm 1923.
Atlantisia rogersi là một loài chim trong họ Gà nước (Rallidae). Loài này được Lowe phân loại vào năm 1923.
Триста́нский пастушо́к[1] (лат. Atlantisia rogersi) — птица семейства пастушковых, эндемик острова Инаксессибл, самая маленькая на Земле нелетающая птица.
В 2004 году популяция оценивалась около 8 тысяч особей.
Тристанские пастушки живут в кустарниках острова и питаются червями, ягодами и семенами.
Длина тристанского пастушка — 15—20 сантиметров, тело покрыто перьями тёмно-серого цвета.
Самка тристанского пастушка в период с октября по январь откладывает обычно два яйца.
Естественных врагов у пастушков немного, от хищных птиц они прячутся в кустарнике. Куда большую опасность представляет собой возможное попадание с островов Тристан-да-Кунья крыс.
Пастушок острова Инаксессибл часто изображается на марках островов Тристан-да-Кунья.
Также существуют проекты о переселении некоторой популяции пастушков на соседний остров Найтингейл.
Триста́нский пастушо́к (лат. Atlantisia rogersi) — птица семейства пастушковых, эндемик острова Инаксессибл, самая маленькая на Земле нелетающая птица.
В 2004 году популяция оценивалась около 8 тысяч особей.
Тристанские пастушки живут в кустарниках острова и питаются червями, ягодами и семенами.
Длина тристанского пастушка — 15—20 сантиметров, тело покрыто перьями тёмно-серого цвета.
Самка тристанского пастушка в период с октября по январь откладывает обычно два яйца.
Естественных врагов у пастушков немного, от хищных птиц они прячутся в кустарнике. Куда большую опасность представляет собой возможное попадание с островов Тристан-да-Кунья крыс.
Пастушок острова Инаксессибл часто изображается на марках островов Тристан-да-Кунья.
Также существуют проекты о переселении некоторой популяции пастушков на соседний остров Найтингейл.
荒岛秧鸡(学名: Atlantisia rogersi),又名亚特兰蒂斯之鸟,也称呆秧鸡,是秧鸡科的单型属荒岛秧鸡属中的唯一一种。仅分布于南大西洋英国海外领地特里斯坦-达库尼亚中的伊纳克塞瑟布尔岛。荒岛秧鸡是世界上现存不会飞行的鸟类中体形最小的,其体长仅13~15.5厘米,体重34~49克。荒岛秧鸡首次被英国外科医生、鸟类爱好者珀西·洛(Percy Lowe)发现描述于1923年。[2]
有研究表明,荒岛秧鸡的祖先很可能在约150万年前就飞到了伊纳克塞瑟布尔岛上。后来由于伊纳克塞瑟布尔岛上资源稀少并且没有陆地掠食者,荒岛秧鸡逐渐失去了飞行能力。[3]
荒岛秧鸡(学名: Atlantisia rogersi),又名亚特兰蒂斯之鸟,也称呆秧鸡,是秧鸡科的单型属荒岛秧鸡属中的唯一一种。仅分布于南大西洋英国海外领地特里斯坦-达库尼亚中的伊纳克塞瑟布尔岛。荒岛秧鸡是世界上现存不会飞行的鸟类中体形最小的,其体长仅13~15.5厘米,体重34~49克。荒岛秧鸡首次被英国外科医生、鸟类爱好者珀西·洛(Percy Lowe)发现描述于1923年。
有研究表明,荒岛秧鸡的祖先很可能在约150万年前就飞到了伊纳克塞瑟布尔岛上。后来由于伊纳克塞瑟布尔岛上资源稀少并且没有陆地掠食者,荒岛秧鸡逐渐失去了飞行能力。
マメクロクイナ(Atlantisia rogersi)は、ツル目クイナ科マメクロクイナ属に分類される鳥類。本種のみでマメクロクイナ属を構成する。
全長12.5-16センチメートル[1][2]。上面の羽衣は暗赤褐色、頭部や胸部までの下面の羽衣は暗灰色[1][2]。腹部の羽衣や尾羽基部の下面を被う羽毛(下尾筒)は黒く、黄褐色の横縞が入る[1][2]。雨覆には不規則に白い縞模様が入る[2]。
虹彩は明赤色[2]。嘴はやや細長い[2]。嘴の色彩は黒褐色や暗灰色、後肢は黒褐色や暗灰褐色[1][2]。
幼鳥は虹彩が褐色[2]。
海岸から高原(主に海岸のイネ科からなる植生)にかけての藪地や茂みに生息する[1][2]。飛翔する事はできない[1]。天敵はオオトウゾクカモメなどが挙げられる[1]。
食性は雑食で、昆虫、甲殻類、ミミズ、両生類、果実、種子などを食べる[1][2]。
繁殖形態は卵生。11-翌2月に藪地の地表に半球状の巣を作り、2個の卵を産む[1][2]。
野焼きや人為的に移入されたブタやヤギによる生息地の破壊などにより生息数が減少したと考えられている[1]。また人為的に移入されたノネコやドブネズミによる捕食が懸念されている[1]。1982-1983年における生息数は8400-10000羽と推定されている[1]。