Carny bóśon (Ciconia nigra) jo ptašk ze swójźby bóśony (Ciconiidae).
Carny bóśon je na górnem boku nabrunje carny a na dolnem boku běły. Wón dośěgnjo wjelikosć wót něźi 1 m. Jogo šnapac jo cerwjeny a noze stej cerwjenej. Wón jo spłošny.
Twari swójo gnězdo na wusokem bomje.
Wustupujo w lěsach, we ługowych łukach a w bagnach Eurazije a pódpołdnjoweje Afriki. W Nimskej pśedewšym w Šleswig-Holštejnskej a Dolnej Sakskej wustupujo.
Carny bóśon (Ciconia nigra) jo ptašk ze swójźby bóśony (Ciconiidae).
Czôrny bòcón (Ciconia nigra) – to je wiôldżi ptôch z rodzëznë bòcónowatëch (Ciconiidae). Czôrné bòcónë mają gniôzda i młodé na Kaszëbach, ale òb zëmã jich tu ni ma.
Ang itim na tagak (Ciconia nigra) ay isang malaking ibon sa pamilyang Ciconiidae. Unang inilarawan ito ni Carl Linnaeus sa ika-10 na edisyon ng kanyang Systema Naturae. Ang pagsukat sa average na 95 hanggang 100 cm (37 hanggang 39 sa) mula sa tip ng tuka hanggang sa pagtatapos ng buntot na may 145-to-155 cm (57-to-61 sa) pakpak ng pakpak, ang adulto itim na tagak ay may pangunahing itim na balahibo, na may mga puting underparts, mahaba ang pulang mga binti at mahabang matulis na pulang tuka.
Ang lathalaing ito ay isang usbong. Makatutulong ka sa Wikipedia sa nito.
Leglega reş (navê zanistî: Ciconia nigra), ji nêz ve meriva leglega spî ye.
Nikula wê zirav û drêj û sore ye. Stû, serî û sênga yên gihaştî reşê biriqandî, bin zikê wan spiyê vekiriye. Ji dervî hinek mezinbûna nêran, nêr û mêyên wan dişibitin hev. Gewda ciwanên qehweyê şînoşkî, nikul û lingên wan bi giştî şînoşkî ne.
Bi xwe goştxwer e û bi masiyan, kêzan û xwêrkişan xwedî dibe.
Ji Afrîkayê serê havînê dihê û dawiya havînê jî vedigere.
Li dunyê di derdora 500.000 heb he ye.
Leglega reş (navê zanistî: Ciconia nigra), ji nêz ve meriva leglega spî ye.
Mustuhaigari (Ciconia nigra) on lindu.
At suart aarebaare ((mo.) suurte stork) (Ciconia nigra) as en fögel ütj at famile Ciconiidae.
At suart aarebaare ((mo.) suurte stork) (Ciconia nigra) as en fögel ütj at famile Ciconiidae.
De swarte earrebarre (Ciconia nigra) is ien fan de twa soarten út de famylje fan de eibertfûgels dy't yn Europa foarkomme.
De swarte earrebarre is mei sa'n 100 sm hast lyke grut as de earrebarre. Lykas de namme al seit is de swarte earrebarre te underskieden om't der foar it grutste part swart yn de fearren sit. Syn búk is wol wyt en syn poatten en snaffel binne read. De bleate hûd om de eagen is yn de briedtiid ek opfallend read fan kleur.
Oars as de earrebarre is de swarte earrebarre meast net sa maklik te sjen. De fûgel libbet yn âlde bosken. Leafbosken mei mei markes en fivers binne harren ideale libbenromte. Ek meit de swarte earrebarre de minsken, hoewol yn de Kaukasus wol kloften fûgels binne dy op âlde gebouwen yn de buert fan de minsken briede. De swarte earrebarre komt foar yn Sintraal- en East-Europa mar ek yn Spanje en Portugal komme se wol foar. Fierder komt de fûgel foar yn hiel Aazje dêr't der geskikte bosken fine kin. Yn Súd-Afrika is ek in populaasje swarte earrebarren. Utsein de fûgels yn Spanje, Portugal en Súd-Afrika binne it echte trekfûgels dy't grutte ôfstannen fleane om winterdeis yn waarmer gebieten te libjen.
Yn iten is de Swarte Earrebarre it meast kikkerts en fisken, mear noch as de earrebarre. Faak polsket der troch in undjippe beek dêr't der kikkerts, fisken en salamanders fangt. Mar út en troch mei der ek wol eins ynsekten, mûzen oft fûgels pakke.
De swarte earrebarre makket syn nêst meast yn in âlde beam. Lykas de earrebarre brûkt der syn nêst meardere jierren en it wurdt dêrtroch ek hieltiid grutter. De 2-5 aaien wurde troch beide âlden yn 30-35 dagen útbret. De jongen bliuwe noch sa'n 2 moannen by harren âlde foar't se harren sels rêde kinne.
De swarte earrebarre (Ciconia nigra) is ien fan de twa soarten út de famylje fan de eibertfûgels dy't yn Europa foarkomme.
Ο Μαυροπελαργός είναι πελαργόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογένειας των Πελαργίδων, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ciconia nigra και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό)[2][3].
Ο όρος ciconia στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής λέξης πελαργός που, ήδη, καταγράφεται στα συγγράμματα των ποιητών Ορατίου και Οβιδίου. Η λέξη παραπέμπει στο αρχαίο θρακικό φύλο των Κικόνων, οι οποίοι κατοικούσαν, μεταξύ άλλων, κατά μήκος της ακτής από τις εκβολές του ποταμού Έβρου, μέχρι την Βιστωνίδα, όπου υπήρχαν πολλοί πελαργοί και, οι κάτοικοι τούς αντιμετώπιζαν με πολύ σεβασμό.
Η επιστημονική ονομασία nigra είναι λατινικής προέλευσης και σημαίνει "μέλας"[6] (= μαύρος) και όπως η κοινή ονομασία του είδους, μαυροπελαργός, οφείλεται στα μαύρα φτερά του πάνω μέρος του σώματός του.
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από το Λινναίο στη 10η έκδοση του Systema Naturae, ως Ardea nigra[7] (Σουηδία, 1758).[8]Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, από τον Γάλλο φυσιοδίφη και ζωολόγο Ματουρέν Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723-1806) το 1760.[9]
Στενότεροι, φυλογενετικά, συγγενείς του μαυροπελαργού είναι το άλλο ευρωπαϊκό είδος ο Λευκοπελαργός, και ο Ανατολικός πελαργός (Ciconia boyciana), ο οποίος είχε προηγουμένως ταξινομηθεί ως υποείδος του λευκοπελαργού. Οι στενές εξελικτικές σχέσεις εντός του γένους στηρίζονται σε ομοιότητες ηθολογικής συμπεριφοράς και, βιοχημικά, μέσω της ανάλυσης γονιδιακών αλληλουχιών μιτοχονδριακού κυτοχρώματος b από τον Μπεθ Σλίκας το 1997. Απολιθώματα έχουν ανακτηθεί από τα Μειόκαινα στρώματα των Νήσων Ρουσίγκα και Μαμπόκο της Κένυας, τα οποία είναι δυσδιάκριτα από τους λευκούς και μαύρους πελαργούς.[10]
Ο μαυροπελαργός είναι είδος του Παλαιού Κόσμου -ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Αφρική-, όπου απαντά ως επί το πλείστον μεταναστευτικό πτηνό.
Στην Ευρώπη, εξαπλώνεται κυρίως στην κεντρική ήπειρο. Η εξάπλωσή του αρχίζει από τα βορειοδυτικά της Γαλλίας (όπου φώλιασε πρόσφατα) στα ανατολικά μέχρι τις περιοχές της Ρωσίας, κάτω από το όριο της Σιβηρίας, περνώντας από όλες τις κεντροευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία κλπ.). Επίσης αναπαράγεται στα Βαλκάνια και την Ισπανία (όπου υπάρχει επιδημητικός πληθυσμός), οι οποίες κάποτε αποτελούσαν τις μοναδικές περιοχές φωλιάσματος του είδους στη Μεσόγειο. Όμως το 1994 παρατηρήθηκε το πρώτο φώλιασμα μαυροπελαργού στην Ιταλία στο Πεδεμόντιο, κοντά στον ποταμό Σέζια, στο Φυσικό Πάρκο του όρους Φενέρα.
Η Αφρική αποτελεί πολύ σημαντική επικράτεια διαχείμασης του μαυροπελαργού και είναι η ήπειρος στην οποία μεταναστεύει η συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών κατά την περίοδο του χειμώνα –του Β. ημισφαιρίου. Οι περιοχές διαχείμανσης βρίσκονται στην υποσαχάρια Αφρική, στην δυτική, κεντρική και ανατολική ήπειρο. Επίσης, στη Νότια Αφρική οι μαυροπελαργοί είναι επιδημητικοί.
Στην Ασία, αναπαράγεται στη περιοχή της Ρωσίας κάτω από το όριο της Σιβηρίας, και σε μία μεγάλη περιοχή στα υψίπεδα του Ν. Καζακστάν και των χωρών της Οροσειράς των Αλτάι, ξεκινώντας από τις ακτές της νότιας Κασπίας. Επίσης στη βόρεια Τουρκία και τον ανατολικό Νότιο Καύκασο. Η μόνη επικράτεια διαχείμασης του είδους στην ήπειρο βρίσκεται στη βόρεια Ινδία και τις πολύ βόρειες περιοχές της νοτιοανατολικής Ασίας (πχ. Μπανγκλαντές) και τη νότια Κίνα.
Με βάση τη γεωγραφική κατανομή του, ο μαυροπελαργός είναι ένα αποδημητικό είδος που καταλαμβάνει μια περιοχή φωλιάσματος και διαχείμασης που περιλαμβάνει την Ευρασία μέχρι τον 63° βόρειο παράλληλο και τη νότια Αφρική μέχρι τον 35° νότιο παράλληλο[11]
Είναι σημαντικό να διαχωριστεί η περιοχή αναπαραγωγής που περιλαμβάνει την Ευρασία και την νότια Αφρική, από την περιοχή όπου οι ευρασιατικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στη κεντρική Αφρική όσον αφορά τους ευρασιατικούς πληθυσμούς και τη ζώνη που περιλαμβάνει το Πακιστάν, τη βόρεια Ινδία, το Μπανγκλαντές και τη νότια Κίνα όσον αφορά τους ασιατικούς πληθυσμούς.
Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός του μαυροπελαργού μπορεί να διαιρεθεί, όπως και αυτός του λευκοπελαργού,σε δύο ομάδες: τους δυτικούς μαυροπελαργούς και τους ανατολικούς μαυροπελαργούς. Οι πρώτοι αποδημούν από τη δυτική Ευρώπη και περνώντας από την Ισπανία, διασχίζουν το πέρασμα του Γιβραλτάρ και πηγαίνουν να διαχειμάσουν στη δυτική Αφρική. Η πλειονότητα των ζευγαριών που φωλιάζουν στη δυτική Ευρώπη βρίσκονται στην Ισπανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, αυξάνεται η τάση ορισμένων ατόμων του είδους να επιλέγουν το φθινοπωρινό μεταναστευτικό πέρασμα που εκτείνεται ανατολικά του Γιβραλτάρ έως την Κορσική, τη Σαρδηνία και την Ιταλική χερσόνησο.
Οι ανατολικοί μαυροπελαργοί καταλαμβάνουν, αντίθετα, μια εδαφική ζώνη που εκτείνεται από τη Δανία μέχρι την Ελλάδα και την Τουρκία. Η μεγαλύτερη πυκνότητα ζευγαριών που φωλιάζουν παρατηρείται στη Λευκορωσία, τη Λετονία και τη Πολωνία. Στο αποδημητικό τους ταξίδι περνούν από το Βόσπορο, για να κατευθυνθούν στη συνέχεια προς την ανατολική Αφρική, τόπο όπου αυτά τα πουλιά διαχειμάζουν. Η μεταναστευτική οδός αυτών των πληθυσμών δεν είναι όμως ακόμη ξεκάθαρη, γιατί μαυροπελαργοί που ζουν στη Δανία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία και τη Σλοβακία παρατηρήθηκαν να περνούν πάνω από την Ισπανία, κατά τη διάρκεια της θερινής μετανάστευσης.[12]
Ο κύριος όγκος των πληθυσμών αναχωρεί από τα ευρωπαϊκά εδάφη αναπαραγωγής στα μέσα Αυγούστου κατά μεγάλα σμήνη, που καταφθάνουν στην Αφρική από τα μέσα Οκτωβρίου. Την άνοιξη, τα πουλιά επιστρέφουν βόρεια και καταφθάνουν στην Ευρώπη στις αρχές της άνοιξης, συνήθως μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου και εγκαθίστανται αμέσως στα παλιά τους εδάφη.
Στην Ελλάδα, ο μαυροπελαργός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, δηλαδή όλοι οι πληθυσμοί φεύγουν το φθινόπωρο για την Αφρική, για να επανέλθουν την άνοιξη στη χώρα και να φωλιάσουν. Επίσης, ο μαυροπελαργός είναι πιο συχνός από τον λευκοπελαργό στη Ν. Ελλάδα και το Ιόνιο κατά τη μετανάστευση. Μερικοί όμως παραμένουν και το χειμώνα, κυρίως γύρω από υγρότοπους.[14]
Καθ 'όλη τη διαδεδομένη κατανομή του στις τρεις ηπείρους, ο μαυροπελαργός καταλαμβάνει μια σειρά από διαφορετικούς βιότοπους. Ωστόσο, προτιμά γενικά τα παλιά, ανενόχλητα, ανοιχτά δάση[15][16] και τις δασικές εκτάσεις, σε υψόμετρο έως και 2.000 έως 2.500 μέτρα. Η αναζήτησης τροφής γίνεται σε ρέματα, λίμνες, έλη, όχθες ποταμών, έλη, υγρά λιβάδια και περιστασιακά σε λιβάδια, αλλά ο μαυροπελαργός συνήθως αποφεύγει μεγάλα ποσοστά νερού ή σε περιοχές της πυκνό δάσος.[17][18]
Πουλιά συχνά διαχειμάζουν σε εκβολές ποταμών και λιμνοθάλασσες της Νότιας Αφρικής,[19] και σε ορυζώνες στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της μη αναπαραγωγικής περιόδου[20] συχνά μαζί με λευκοπελαργούς, ερωδιούς κ.ά. Στην Ελλάδα ο μαυροπελαργός απαντά επίσης σε δασωμένες εκτάσεις.
Ο μαυροπελαργός είναι μεγάλου μεγέθους πτηνό, λίγο μικρότερο από τον λευκοπελαργό. Το σύνολο του πτερώματος στην άνω επιφάνεια του σώματος είναι μαύρο, με μεταλλικές ανταύγες πράσινες και μωβ, ενώ στην κάτω επιφάνεια του σώματος είναι λευκό, κυρίως στην κοιλιά και τις "μασχάλες". Αυτή η διαφορά είναι φανερή στην πτήση κυρίως. Το ουροπύγιο και τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι διαφορετικά, καθώς το ουροπύγιο είναι λευκό και τα τα φτερά της ουράς μαύρα και στις δύο επιφάνειες.
Τα φτερά του στήθους είναι μακρυά και «δασύτριχα» (shaggy), σχηματίζοντας ένα είδος περιλαιμίου που είναι ιδιαίτερα εμφανές κατά τις στιγμές της ανάπαυσης. Οι ίριδες έχουν χρώμα θαμπό καφέ ή γκριζόμαυρο, ενώ το δέρμα της περιοφθαλμικής περιοχής είναι κόκκινο. Οι ενήλικες έχει ταρσοκνήμες και πόδια φωτεινού κόκκινου χρώματος, το ίδιο με το μακρύ, οξύληκτο ράμφος.
Τα φύλα είναι παρόμοια, με το αρσενικό να είναι λίγο μεγαλύτερο από το θηλυκό. Τα δε νεαρά άτομα αρχίζουν να αποκτούν το πτέρωμα των γονιών τους 30 μέρες μετά τη γέννησή τους. Πριν όμως, τα φτερά των νεαρών είναι λευκά και μοιάζουν με νεαρούς λευκοπελαργούς. Επίσης, τα πόδια τους είναι πρασινωπά και το ράμφος δεν είναι φωτεινό κόκκινο, αλλά κιτρινωπό (το ράμφος αρχίζει να σκουραίνει όσο μεγαλώνει), και το δέρμα της περιοφθαλμικής περιοχής είναι μαύρο. Το πτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται ολοκληρωτικά σε ηλικία 3 ετών, μετά το 2ο καλοκαίρι.
Ο μαυροπελαργός τρέφεται κατά βάση με βατράχια, ψάρια (Misgurnus ,Esox lucius),[24] οστρακοειδή και έντομα.[25] Σπάνια, η δίαιτά του μπορεί να συμπεριλάβει και σαλαμάνδρες, τρίτωνες, σαύρες και μικρά θηλαστικά, και ακόμη πιο σπάνια μικρά πτηνά.[26]
Γενικά, για να ψαρέψει, ο μαυροπελαργός δεν χρησιμοποιεί ιδιαίτερα έξυπνες τακτικές. Συνήθως δεν ψαρεύει στήνοντας ενέδρα, όπως κάνουν γενικά οι ερωδιοί, αλλά κινείται συνέχεια σε ρηχές υδάτινες εκτάσεις και πιάνει τα θηράματά του με αστραπιαία τινάγματα του λαιμού του, που είναι εφοδιασμένος με ένα ιδιαίτερο αιχμηρό ράμφος, ή ψάχνει με το ράμφος του για μικρά θηλαστικά στο βυθό, στη βλάστηση και, σπάνια, στο έδαφος κάτω από τις πέτρες. Αφού πιάσει το θήραμα, το καταπίνει ή το βάζει στο πρόλοβο (μια διεύρυνση του οισοφάγου), απ' όπου θα το βγάλει στη φωλιά για να ταΐσει τους νεοσσούς.
Ο μαυροπελαργός είναι ένα είδος ιδιαίτερα ντροπαλό και επιφυλακτικό, σε αντίθεση με τον συγγενή του τον λευκοπελαργό, που φωλιάζει κοντά σε ανθρώπινες κατασκευές και δεν φαίνεται να ενοχλείται καθόλου από την ανθρώπινη παρουσία. Οι μαυροπελαργοί αποφεύγουν εντελώς τον άνθρωπο και προτιμάει να ζει και να φωλιάζει σε ερημικές περιοχές, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι περιορισμένη στο ελάχιστο. Επίσης, σε αντίθεση με τον λευκοπελαργό, δεν ζει σε αποικίες, και εκτός της περιόδου μετανάστευσης, οι μαυροπελαργοί δεν πετούν σε σχηματισμό ή σε σμήνη.
Η ζωή στη φωλιά είναι ιδιαίτερα ήσυχη, εκτός από την περίοδο επώασης, κατά την οποία η εναλλαγή των γονέων ζωντανεύει κάπως τα πράγματα. Μετά την εκκόλαψη των αυγών, οι μοναδικές στιγμές που συμβαίνει κάτι είναι εκείνες κατά τις οποίες ο ενήλικος έρχεται στη φωλιά, βγάζει από το στόμα του τη τροφή που έπιασε για τα μικρά και ξαναφεύγει αμέσως. Όλοι τη μέρα, οι κάτοικοι της φωλιάς κάνουν περιορισμένες πράξεις, όπως ο αλληλοκαθαρισμός του πτερώματος (allopreening) και ο ύπνος.[27]
Ο J. Sitko και ο P. Heneberg πρότειναν ότι οι μαυροπελαργοί φιλοξενούν πάνω από 12 είδη ελμινθικής. Τα παράσιτα Cathaemasia hians και Dicheilonema ciconiae θεωρούνται τα κυριότερα. Οι νεαροί μαυροπελαργοί έδειξαν να έχουν λιγότερα είδη, αλλά η ένταση της λοίμωξης ήταν υψηλότερη στα νεαρά άτομα από ότι στα ενήλικα.[28]
Όπως και στους άλλους πελαργούς, οι πτέρυγες των μαυροπελαργών είναι μακριές και πλατιές, βοηθώντας τα πουλιά να αποκτούν μεγάλο ύψος όταν πετούν. Οι μαυροπελαργοί είναι άριστοι στην πτήση, αλλά για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις μετακινήσεις τους, χρησιμοποιούν ανοδικά ρεύματα θερμού αέρα.
Ο μαυροπελαργός πετά όπως όλοι οι αυθεντικοί πελαργοί με τεντωμένο το λαιμό τους κάτω από τη γραμμή του σώματός τους, που εκτείνεται από το λαιμό και τα πόδια απλωμένα, με την η ουρά υπερυψωμένη, και με το κεφάλι και το ράμφος να είναι ελαφρώς καμπυλωτά. Τα φτερά είναι ελαφρώς στενότερα από αυτά του λευκοπελαργού.
Ο μαυροπελαργός σπάνια ακούγεται, λόγω του απομακρυσμένου βιότοπου και της διακριτικής του συμπεριφοράς. Στη φωλιά βγάζει σαν ξύσιμο σειρές «σι-λουου σι-λουου σι-λουου…», με την πρώτη συλλαβή βραχνή, τη δεύτερη καθαρή. Λέγεται ότι έχει και νιαούρισμα (meow) «πιου» σαν της γερακίνας. Επίσης, το κροτάλισμα του ράμφους (bill clattering) είναι ήσυχο και σπάνιο.[31]
Τόσο οι αρσενικοί όσο και οι θηλυκοί μαυροπελαργοί ωριμάζουν σεξουαλικά, όταν γίνουν περίπου 2 έως 3 ετών. Τα ενήλικα φτάνουν στις περιοχές αναπαραγωγής τους Πρώτα έρχεται το αρσενικό και ακολουθείται μέσα σε σύντομο διάστημα από το θηλυκό.
Γύρω από τη φωλιά, οι μαυροπελαργοί καθορίζουν στρατηγικά σημεία όπου κουρνιάζουν και ελέγχουν την περιοχή. Δέντρα και βράχια που βρίσκονται σε δεσπόζουσες θέσεις αποδεικνύεται ότι έχουν θεμελιώδη σημασία για τον έλεγχο και την ενδεχόμενη υπεράσπιση της πρόσβασης στη φωλιά απέναντι σε πιθανούς θηρευτές. Έτσι, είναι πολύ συνηθισμένο να παρατηρήσει κανείς πελαργούς κουρνιασμένους σε αυτά τα σημεία, ακόμη και για ώρες, να κοιτάζουν γύρω ενώ στρώνουν τα φτερά τους, προτού μπουν με κάθετη εφόρμηση στην κρυμμένη φωλιά.
Ο τόπος που επιλέγεται για το φώλιασμα μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιοχές και την ενόχληση από τον άνθρωπο. Καθώς ο μαυροπελαργός είναι ιδιαίτερα συνεσταλμένο είδος έχει την τάση να επιλέγει σημεία κρυμμένα, που εντοπίζονται με δυσκολία. Γι' αυτό τον λόγο, είναι δυνατόν να βρούμε τις φωλιές ανάμεσα στα κλαριά μεγάλων δέντρων που συνήθως δεσπόζουν στη γύρω βλάστηση και βρίσκονται πάνω σε λόφους ή σε μέτριο υψόμετρο πάνω σε ανοιχτές βουνοπλαγιές.
Οι φωλιές κατασκευάζονται γενικά στο πάνω μέρος του δέντρου, αλλά ποτέ στην κορυφή. Γενικά φτιάχνονται πάνω σε ένα πλαϊνό κλαδί και μάλιστα έχοντας κάποια απόσταση από τον κορμό, έτσι ώστε να διευκολύνεται η είδος και η έξοδος.
Η φωλιά είναι δυνατόν επίσης να κατασκευάζεται σε προεξοχές, σε απότομες βραχώδεις πλαγιές και σπηλιές όχι πολύ βαθιές, τοποθεσίες που επιλέγονται λόγο της άνεσης της πρόσβασης και της ασφάλειας των νεοσσών. Συνήθως οι μαυροπελαργοί δεν φτιάχνουν τις φωλιές τους σε αποικίες[32].
Οι μαυροπελαργοί έχουν την τάση να αλλάζουν συχνά στο πέρασμα των χρόνων τον τόπο φωλιάσματος για διάφορους λόγους, ανάμεσα στους οποίους είναι η ενόχληση από τον άνθρωπο ή κάποιο θηρευτή ή η πτώση και η καταστροφή της φωλιάς. Δεν είναι σπάνιες πάντως οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μια φωλιά χρησιμοποιείται ξανά και ξανά επί πολλά χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση μιας φωλιάς στην Ουγγαρία που χρησιμοποιήθηκε χωρίς διακοπή από το 1987 έως το 2000 (13 χρόνια) με επιτυχία σε όλες τις αναπαραγωγικές περιόδους.[33]
Για την κατασκευή της φωλιάς χρησιμοποιούνται ξερά κλαδιά με διαφορετική διάμετρο και από διαφορετικά είδη δέντρων. Ο εσωτερικός χώρος καλύπτεται με βρύα, τούφες χόρτου και φύλλα.[34]
Οι φωλιές που κατασκευάζονται από την αρχή είναι σχετικά μικρές, με διάμετρο 50 εκ. και πάχος 20 με 25 εκ., ενώ εκείνες που ξαναχρησιμοποιούνται και ανακαινίζονται μπορούν να φτάσουν σε διάμετρο το 1,5 μ. και σε πάχος τα 50 με 115 εκ.
Η απόθεση των αυγών γίνεται από τα μέσα Απριλίου ως τα μέσα Ιουνίου. Γενικά, η επώαση είναι μόνο μία, αλλά σε περίπτωση αποτυχίας, είναι πιθανή αντικατάσταση των αυγών. Ο αριθμός των αυγών κυμαίνεται από 3 έως 5[35] και κατ'εξαίρεση μπορεί να φτάσει τα 6. Τα αυγά έχουν σχήμα σχεδόν ωοειδές ή ελλειπτικό, είναι λεία και έχουν λευκό χρώμα, διαστάσεων 65 Χ 49 χιλιοστά, πάχος 0,35-0,45 χιλιοστά και βάρος 81-94 κιλά. Τα αυγά αποτίθενται με διαλείμματα δύο ημερών το ένα από το άλλο και η επώαση διαρκεί 28-46 μέρες, και γίνεται και από τους δύο γονείς.
Η εκκόλαψη των αυγών είναι ασύγχρονη. Οι νεοσσοί καλύπτονται από ένα θερμομονωτικό λευκό πτίλωμα και έχουν κιτρινοπράσινα πόδια και ράμφος. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (δηλαδή μένουν πάντοτε στη φωλιά), είναι σχεδόν αδύναμοι, και έχουν ανοιχτά τα μάτια. Οι γονείς εναλλάσσονται στη φωλιά, έτσι ώστε να βγαίνουν εναλλάξ και να προμηθεύονται τροφή για να μεγαλώσουν τους νεοσσούς. Στην αρχή οι ενήλικοι βγάζουν την τροφή από το στόμα τους και τη βάζουν κατευθείαν μέσα στο λαιμό των μικρών και στη συνέχεια την αφήνουν στο βάθος της φωλιάς, απ' όπου την παίρνουν τα μικρά.
Η ανάπτυξη των μικρών είναι ταχύτατη – έτσι, έπειτα από λίγες μέρες εμφανίζονται τα στελέχη των φτερών και σε τριάντα μέρες περίπου από τη γέννησή τους εμφανίζονται τα πρώτα μαύρα φτερά. Μέσα σε 63-71 μέρες ζωής, η ανάπτυξή τους ουσιαστικά έχει ολοκληρωθεί και έπειτα από λίγο, τα νεαρά πουλιά γίνονται ανεξάρτητα. Στην αρχή, οι ενήλικοι ακολουθούν τα νεαρά για να τους μάθους τις τεχνικές πτήσης και κυνηγιού και στη συνέχεια τα εγκαταλείπουν – εκείνα πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τους την πρώτη μεγάλη πτήση προς την Αφρική.[36]
Οι μαυροπελαργοί έχουν καταγραφεί να ζουν έως και 18 χρόνια στην άγρια φύση, ενώ ζουν περισσότερο, 31 χρόνια, σε αιχμαλωσία.[37]
Η κύρια απειλή για τον μαυροπελαργό είναι η απώλεια ενδιαιτημάτων, αλλά και η αποψίλωση των δασών, η ανάπτυξη της γεωργίας, η αποστράγγιση και μετατροπή των υγροτόπων, η ρύπανση και η σύγκρουση με ηλεκτροφόρα καλώδια κ.ά.. Η χρήση των φυτοφαρμάκων πιστεύεται ότι έχει επιδεινώσει την κατάσταση, και την κατασκευή φραγμάτων και την αποστράγγιση των λιμνών για άρδευση και υδροηλεκτρική συστήματα έχουν μειωθεί περαιτέρω τα ενδιαιτήματα του είδους.[38][39] Για παράδειγμα, η κατασκευή του φράγματος του Alqueva στην Πορτογαλία εκτιμάται ότι έχει βυθίσει τις φωλιές του 10% των αναπαραγωγικών ζευγαριών της χώρας των μαυροπελαργών.[40]
Το είδος επίσης περιστασιακά σκοτώνονται από συγκρούσεις με αερογραμμές και εναέρια καλώδια,[41] και το κυνήγι στη Νότια Ευρώπη και την τροπική Ασία (ειδικά κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης) έχει προκαλέσει μείωση του πληθυσμού.[42]
Αν και ο μαυροπελαργός δεν θεωρείται παγκοσμίως απειλούμενο είδος, και εξακολουθεί να έχει ευρεία εξάπλωση και μεγάλο παγκόσμιο πληθυσμό, έχει γενικά μειωθεί σε όλη την εξάπλωσή του, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη[43][44]. Το είδος εξαφανίστηκε από το Βέλγιο, τη Δανία, τη Σουηδία και τμήματα της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα[45], αν και πιο πρόσφατα έχει επιστρέψει σε περιοχές της προηγούμενης κατανομής του[46].
Ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται ότι ανέρχεται στα 24.000-44.000 άτομα[47], ενώ η εθνικές εκτιμήσεις του πληθυσμού περιλαμβάνουν: <100.000 αναπαραγωγικά ζεύγη και <1.000 άτομα κατά τη μετανάστευση στην Κίνα: <50 άτομα για τη μετανάστευση και <50 άτομα που ξεχειμωνιάζουν στην Ταϊβάν: <100,000 αναπαραγωγικά ζεύγη, Κορέα και <100,000 αναπαραγωγικά ζεύγη και <1,000 άτομα κατά τη μετανάστευση στη Ρωσία ([48]). Κατά τη περίοδο 2000-2009, κατά την χειμερινή μετανάστευση από την Ευρώπη έχουν καταγραφεί 3.000-4.000 άτομα στο Γιβραλτάρ, 150-200 άτομα στη Μεσσήνη, 7.000-9.000 άτομα στα στενά του Βοσπόρου και 17.000-19.000 άτομα στο Ισραήλ[49].
Η γενική τάση του πληθυσμού είναι αβέβαιη, καθώς ορισμένοι πληθυσμοί μειώνονται, ενώ άλλοι αυξάνονται, σταθερές ή έχουν άγνωστες τάσεις[50].
Αν και μάλλον δεν ήταν ποτέ κοινό είδος ούτε και στο παρελθόν, σήμερα αναπαράγεται στη βόρεια Ελλάδα και κυρίως στη Θράκη (ιδιαίτερα στο Ν. Έβρου), στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, τοπικά στη Θεσσαλία, καθώς και στη Λέσβο (6-8 ζευγ.). Ο συνολικός πληθυσμός του στην Ελλάδα εκτιμάται σε 70-100 ζευγ. (εκ των οποίων περίπου 50 ζευγ. αναπαράγονται στον Ν. Έβρου), με σταθερές τάσεις.
Κατά τη μετανάστευση έχει ευρύτερη κατανομή αλλά παραμένει σπάνιος. Δεν υπάρχουν καταμετρήσεις από την περίοδο της μετανάστευσης, αν και η παρουσία μικρού ή μεσαίου μεγέθους κοπαδιών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στη Β.Α. Ελλάδα. Η μέγιστη καταμέτρηση στην Ελλάδα αφορούσε περί τα 400 άτομα στο Δέλτα Έβρου (15-9-2006, [52]), ενώ το φθινόπωρο μικρά σμήνη ή μεμονωμένα πουλιά κατευθύνονται νότια πάνω από την Πελοπόννησο (μέγιστη καταμέτρηση σμήνος 11 ατόμων πάνω από τη Λίμνη Καϊάφα, 8-9-1984) ή την Κρήτη.[53] Δύο άτομα δακτυλιωμένα στην Κροατία και στην Τσεχία βρέθηκαν στο Μεσολόγγι και στο Ηράκλειο Κρήτης αντίστοιχα.[54]
Ο μαυροπελαργός είναι εισηγμένος στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών (CITES), που σημαίνει ότι το διεθνές εμπόριο των ειδών θα πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά[55]. Είναι επίσης, στο προσάρτημα ΙΙ της σύμβασης για τα αποδημητικά είδη (CMS), το οποίο αποσκοπεί στη διατήρηση των αποδημητικών ειδών σε όλη την περιοχή τους[56], και είναι εισηγμένος στο πλαίσιο της συμφωνίας της Αφρικής και της Ευρασίας υδρόβιων πτηνών (AEWA), η οποία καλεί τα μέρη αυτά να αναλάβουν τη διατήρηση της δράσης για την προστασία και τη διατήρηση των ειδών πουλιών που εξαρτώνται από τους υγρότοπους για τουλάχιστον μέρος του ετήσιου κύκλου τους.[57]
Στην Ελλάδα, ο μαυροπελαργός αποτελεί προστατευόμενο είδος, το μεγαλύτερο μέρος του αναπαραγόμενου στην Ελλάδα πληθυσμού απαντάται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Επίσης απαιτείται διαχείριση και προστασία τόσο των περιοχών φωλιάσματος όσο και των ενδιαιτημάτων τροφοληψίας (λήψη και εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, διατήρηση υγροτοπικών εκτάσεων κ.ά.), συστηματική απογραφή του αναπαραγόμενου στην Ελλάδα πληθυσμού και μελέτη της βιολογίας και οικολογίας του είδους, καθώς και των μεταναστευτικών κινήσεών του στην Ελλάδα.[58]
Στον ελλαδικό χώρο, ο Μαυροπελαργός απαντά και με τις ονομασίες Μαυρολελέκι, Μαύρο Λελέκι και Μαυρολέλεκας.[59]
Ο Μαυροπελαργός είναι πελαργόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογένειας των Πελαργίδων, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ciconia nigra και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Ο μαυροπελαργός, σε αντίθεση με τον λευκοπελαργό, είναι είδος πολύ συνεσταλμένο και επιφυλακτικό και έχει την τάση να μένει μακριά από τον άνθρωπο. Κατά συνέπεια, κατασκευάζει τη φωλιά του σε ερημικές περιοχές που βρίσκονται μακριά από κατοικημένα κέντρα.Бузёк чорный або тыж чорный боцан (Ciconia nigra) є представителём родины бузьковых (Ciconiidae). Є то великый, переважно чорный птах, бронзово блищачій з червеным довгым дзёбаком і білым бріхом. Міджі самцём і саміцёв не є скоро жаден роздїл, молодята суть тмаво буры зо сивозеленым дзёбаком. Дожывать ся віку през 15 років.
Тот мильхавый, рідкішый жытель горьскых лїсів і лужных лїсів жыє єднотливо і барз скрыто. Гнїздо з клёцьків і конарїв бывать сховане в лїсах в корунах старых стромів або на скалах. Росшыреный є на векшынї середнёй і выходной Европы і в мірнїшых кліматічных пасмах Азії аж по Далекый выход. Европскы і западоазійскы популації міґрують на зиму до середнёй і западной Африкы, іншы до Індії і Кітаї.
Жывить ся переважно рыбами і далшыма дрібныма жывотинами, котры ловить головно в меншых водных токах. Зношать звычайно 3-5 яєць, з котрых ся по місяцю лягнуть молодята з біло-пороховым пірём.
Бузёк чорный є о дашто меншый як звычайнїшый бузёк: довжка ёго тїла досягує 90–105 цм і роспятя крыл 173–205 цм. Важыть 2,4 аж 3,2 кґ.
Бузёк чорный або тыж чорный боцан (Ciconia nigra) є представителём родины бузьковых (Ciconiidae). Є то великый, переважно чорный птах, бронзово блищачій з червеным довгым дзёбаком і білым бріхом. Міджі самцём і саміцёв не є скоро жаден роздїл, молодята суть тмаво буры зо сивозеленым дзёбаком. Дожывать ся віку през 15 років.
Тот мильхавый, рідкішый жытель горьскых лїсів і лужных лїсів жыє єднотливо і барз скрыто. Гнїздо з клёцьків і конарїв бывать сховане в лїсах в корунах старых стромів або на скалах. Росшыреный є на векшынї середнёй і выходной Европы і в мірнїшых кліматічных пасмах Азії аж по Далекый выход. Европскы і западоазійскы популації міґрують на зиму до середнёй і западной Африкы, іншы до Індії і Кітаї.
Жывить ся переважно рыбами і далшыма дрібныма жывотинами, котры ловить головно в меншых водных токах. Зношать звычайно 3-5 яєць, з котрых ся по місяцю лягнуть молодята з біло-пороховым пірём.
Kaрa кунaс (лат. Ciconia nigra, Linnaeus, 1758):
Бирин-серин. Локалдык популяциясы Түштүк Африкада. Пириней жарым аралынын батыш бөлүгү. Элңба өрөөнүнөн Австрия, Словения, Хорватия, Албаниядан чыгышты карай Алданга чейин; Амурдун, Приморңенин капшыты. Түндүккө карай Ленинград, Вологда жана Киров областтарына чейин, Урал өзөнү, Урал кыркаларынын аймактары жана Батыш Сибирден 61- параллелге чейин, Енисей өзөнүнөн Тунгус Подкаменный өрөөнүнө чейин, Волга өзөнү. Түштүк тарапта Албания, Болгария, Кичи Азия, Түндүк Иран жана Афганистанга чейин, Тянңшанң, Алай системасынын түштүк беттери, Гоби Алтайы, Кентей, андан кийин ареалдын чеги түштүккө карай кетип, батыштагы Цинхайга чейин, андан кийин Ганңсудан түндүк Хубейге чейин. Кыргыз Республикасында уялоо учурунда Ысыккөлдө, Борбордук, Ички жана Батыш Тянңшанда, Памир-Алайда кездешет.
Бийик тоолуу жана токойлуу алкактагы обочолонгон суу-саздуу жайларда болушу мүнөздүү, ошондой эле жарларга жана зоолорго жакын болушат.
Маалымат өтө аз. Айрым маалыматтар боюнча КРсында 25 жупка чейин каракунастар жашаганы белгилүү . 1996-жылы август-сентябрң айларында Киров суусактагычынын аймагында 20 особго чейин кунастардын жолукканы байкалган. Чыгыш Ысыккөлдүн орто бийик тоолорунун саздуу шалбааларында сейрек кездешет, болгону 1км2 0,3 особң.
Африкада, Түндүк Индияда, Пакистанда, Непалда кыштайт, келгин куш. Ошондой эле түштүк Кытайда, Тайванда, Түндүк Лаосто жана Вңетнамда кыштайт . Апрелң-март айларында учуп келет . Уялары бак-дарактан турган материалдан салынган. Кыргызстанда июнда уяда темир канат же учууга даяр балапандар табылган. Уяда 2-5 балапан, алар июлдун аягында канат кагып калышат. Сентябрң айына чейин чоңдору менен жаштары уялаган жерлерине жакын болушат, алардын учуп кетиши октябрң-ноябрда.
Уялоого ыңгайлуу жерлерди кургатуу же аларды чарбага керектөө максатында пайдалануу. Сейрек болсо да, киши тарабынан түздөн-түз кырып жоготуу.
Европанын зоопарктарында ийгиликтүү көбөйүшү боюнча мисалдар бар. Кыргызстанда колдо багылбайт.
Кыргызстандын Кызыл китебине киргизилген. 1948 жылдан баштап анчылыкка тыюу салынгын.
Кунастардын уялоочу жерлерин жана ага жакын жайларды чарбачылыкка пайдалануудан чыгарып, анын ордуна чакан заказниктерди түзүү. Ал жерлерди айыл өкмөтүнүн коргоочу жер фондусуна киргизүү. Эгерде мындай жерлер менчикке кирсе, анда жер ээлери менен зарылчылык жөнүндө маек жүргүзүп аларга кирешенин алңтернативдүү башка жолдорун сунуш кылуу зарыл.Бүткүл уялоочу жерлерин картага түшүрүү, көбөйүшүнүн биологиясын, кышташын жана спутник антеннасынын жардамы менен көчүү жолдорун изилдөө. Уялоочу, учуп өтүүчү жана кыштоочу жерлеринде каракунасты сактоо боюнча регион аралык стратегияны иштеп чыгуу.
VI категория, Near Threatened, NT: R. КР-сынын фаунасындагы уруунун эки түрүнүн бирөө. Монотиптүү түр.
Къырпсыхэуэ (лат-бз. Ciconia nigra) — псыхэуэбзагуэ лъэпкъым щыщ лӀэужьыгъуэ пӀащэщ.
Теплъэр фӀыцӀэщ, удзыфэ лыд къыщӀэуэу, ныбэ щӀагъыр хужьщ. Псыхэуэ къызэрыкӀуэхэм яхуэдэу мыри пэкӀыхь, пщэкӀыхь, лъакъуэкӀыхьщ, кӀэбдз лъащӀэмрэ лъэдиймрэ цы ятеткъым. Ин хъуа шырхэм я цыр лыдкъым.
Къырпсыхэуэр щӀыпӀэ куэдым щогъуалъхьэ, куршым и гъунэгъуу мэз, псыпцӀэ, хыкъум псы здагъуэтым, Еуропэм, Азиэм, Къаукъазым. ЩӀымахуэр щрах Ипщэ Африкэм, Индиэм (Ганг псым и Ӏэгъуэблагъуэм), Хъутейм и Ипщэ-КъуэкӀыпӀэм. Абгъуэ щещӀ щӀыпӀэ къуейщӀейхэм — жыг къудамэхэм, къырыщхьэ, бгъуэнщӀагъ дапхъэхэм, илъэс бжыгъэкӀэ къегъэсэбэп. КӀэцӀын щиублэр илъэсищ ныбжьырщ. Шырхэр абгъуэм къыщилъэтыр я ныбжыр махуэ 64-65-м нэсауэщ.
Ӏусыр къанэ щӀагъуэ щымыӀэу псэущхьэщ, нэхъыбэу бдзэжьей, алыркъэш, хьэндыркъуакъуэ, абым нэмыщӀу дзыгъуэхэр, блэхэр, шындырхъуохэр.
Хар өрөвтас Ciconia nigra нь Өрөвтасынхан овгийн томхон, ус гатлагч шувуу юм. Энэхүү зүйл нь өргөн тархсан боловч ховор бөгөөд 1 м орчим өндөр, далавчаа дэлгэхэд 1.8 м, биеийн жин нь 3 кг болно. Цагаан хэвлийгээс бусад хэсэг нь хар бөгөөд хошуу, хөл нь улаан өнгөтэй. Алгуур удаан алхаж явна.
Хар өрөвтас навчит болон шилмүүст модон ойн ойролцоо чийгтэй, намгархаг газар, мөн уулархаг газар нутагладаг. Өндөр модонд үүрээ засна. Гол идэш тэжээл нь хоёр нутагтан, шавьж хорхой зэрэг юм.
4-5 сард 3-5 цагаан өндөг гаргана.
Тэд холын зайн нүүдлийн шувуу бөгөөд Африк, Энэтхэгийн дулаан бүсэд өвөлждөг. Иберийн хойгт амьдрах хэсэг нь суурин байна. Хар өрөвтас өдөрт 100-250 км туулах ба хамгийн дээд тал нь 500 км ниссэн бүртгэл бий.
-->
Хар өрөвтас Ciconia nigra нь Өрөвтасынхан овгийн томхон, ус гатлагч шувуу юм. Энэхүү зүйл нь өргөн тархсан боловч ховор бөгөөд 1 м орчим өндөр, далавчаа дэлгэхэд 1.8 м, биеийн жин нь 3 кг болно. Цагаан хэвлийгээс бусад хэсэг нь хар бөгөөд хошуу, хөл нь улаан өнгөтэй. Алгуур удаан алхаж явна.
Хар өрөвтас навчит болон шилмүүст модон ойн ойролцоо чийгтэй, намгархаг газар, мөн уулархаг газар нутагладаг. Өндөр модонд үүрээ засна. Гол идэш тэжээл нь хоёр нутагтан, шавьж хорхой зэрэг юм.
4-5 сард 3-5 цагаан өндөг гаргана.
Хара эһир (лат. Ciconia nigra, нууч. Черный аист) — Эһирдэр уустарыгар киирэр бөдөҥ көтөр. Саха Сирин соҕуруу өттүгэр үөскүүр, ардыгар арҕаа уонна киин улуустарга көтөн киирэр[1].
Атыыра, тыһыта майгыннаһаллар. Кынаттарын уһуна 520—580 мм, ыйааһыннара — 3 кг кэриҥэ. Аһылыга: балык, баҕа, кыра кэрбээччилэр, ууга уонна уу таһыгар үөскүүр үөн-көйүүр.
Хара эһир (лат. Ciconia nigra, нууч. Черный аист) — Эһирдэр уустарыгар киирэр бөдөҥ көтөр. Саха Сирин соҕуруу өттүгэр үөскүүр, ардыгар арҕаа уонна киин улуустарга көтөн киирэр.
Атыыра, тыһыта майгыннаһаллар. Кынаттарын уһуна 520—580 мм, ыйааһыннара — 3 кг кэриҥэ. Аһылыга: балык, баҕа, кыра кэрбээччилэр, ууга уонна уу таһыгар үөскүүр үөн-көйүүр.
Хура аист — кайăк. Çунаттин тăршшĕ 52,5- 59,6 сантиметр,сăмсин - 17,7- 19,5, йывăрăшĕ 2800- 3000 грамм. Хура аист- вăрăм мăйлă,вăрăм ураллă, пысăк та тӳрĕ сăмсаллă пысăк вĕçен кайăк. Çӳлти сăмси аялтинчен вăрăмрах тата аялалла çекел пек усăнса тăрать. Вăрăм çинçе урисем тексĕр. Пуçĕ тăрринче тата куçĕсем тавра çара ӳт- тир лаптакĕ пур. Çунаттисем вăрăм, вĕсен вĕçĕ çавракарах. Урисем пĕчĕк те хытă хупăсемпе витĕннĕ. Хура аист Африкăра хĕл каçнă хыççăн пирĕн тăрăха ака уйăхĕнче вĕçсе килме пултарать. Пурăнма вăл чи пысăк вăрмансене çеç суйласа илет. Йăвине вăрманти юхан шыв, кӳлĕ е шывлă шурлăх патенчен инçех мар çавăрать. Апатне те шыв çывăхĕнче тупаççĕ. Кунта пулăсене, йытпуллисене, шапасене, раксене тытаççĕ. Çавăнпа пĕрлех хурт-кăпшанкăна, ăмансене пуçтараççĕ. Асăрханă тăрăх, аистсем шапасене, калтасене, хурăн пуçлă çĕленсене те тытаççĕ.
Хура аист ами çу уйăхĕнче йăвара 3- 5 çăмарта тăвать. Перремĕшне тусанах аистсем пусса ларма пуçлаççĕ. Çавăнпа çăмартаран тухакан чĕпсен ӳсĕмĕ пер пек мар. 35- 37 кунтан çăмартасенчен уçă куçлă, шурă мамăклă чĕпсем тухма пуёлаççĕ. Малтанах вĕсем питĕ имшеркке. 15- 16 кунтан тин ура сине тăма пуçлаççĕ. 35-70 кунхисем йăвара утса çӳреççĕ. Вĕсен çак вăхатра тĕкĕсем ӳссе çитĕнеççĕ, часах йăваран тухса çывахри йывăçсем çине куçса ларма тытçнаççĕ, вĕçме пуçлаççĕ, çемьерен уйрăлаççĕ. Майĕпен кăнтăралла куçма пуçлаççĕ.
Хура аистсен йышĕ тĕнчипех питĕ пĕчĕккĕ. Пирĕн тăрăхра вĕсене Сăр таврашнчи сĕм вăрманта çеç асăрханă. Хальхи вăхăтра Чăваш Енре çак вĕçен кайăксем йăва туса ĕрчеме пăрахнă пулмалла. Вĕсем çинчен нимĕнле хыпар та çук. Чăваш ене вĕсем вĕçсе килессе шанас килет.
Хура аист — кайăк. Çунаттин тăршшĕ 52,5- 59,6 сантиметр,сăмсин - 17,7- 19,5, йывăрăшĕ 2800- 3000 грамм. Хура аист- вăрăм мăйлă,вăрăм ураллă, пысăк та тӳрĕ сăмсаллă пысăк вĕçен кайăк. Çӳлти сăмси аялтинчен вăрăмрах тата аялалла çекел пек усăнса тăрать. Вăрăм çинçе урисем тексĕр. Пуçĕ тăрринче тата куçĕсем тавра çара ӳт- тир лаптакĕ пур. Çунаттисем вăрăм, вĕсен вĕçĕ çавракарах. Урисем пĕчĕк те хытă хупăсемпе витĕннĕ. Хура аист Африкăра хĕл каçнă хыççăн пирĕн тăрăха ака уйăхĕнче вĕçсе килме пултарать. Пурăнма вăл чи пысăк вăрмансене çеç суйласа илет. Йăвине вăрманти юхан шыв, кӳлĕ е шывлă шурлăх патенчен инçех мар çавăрать. Апатне те шыв çывăхĕнче тупаççĕ. Кунта пулăсене, йытпуллисене, шапасене, раксене тытаççĕ. Çавăнпа пĕрлех хурт-кăпшанкăна, ăмансене пуçтараççĕ. Асăрханă тăрăх, аистсем шапасене, калтасене, хурăн пуçлă çĕленсене те тытаççĕ.
Хура аист ами çу уйăхĕнче йăвара 3- 5 çăмарта тăвать. Перремĕшне тусанах аистсем пусса ларма пуçлаççĕ. Çавăнпа çăмартаран тухакан чĕпсен ӳсĕмĕ пер пек мар. 35- 37 кунтан çăмартасенчен уçă куçлă, шурă мамăклă чĕпсем тухма пуёлаççĕ. Малтанах вĕсем питĕ имшеркке. 15- 16 кунтан тин ура сине тăма пуçлаççĕ. 35-70 кунхисем йăвара утса çӳреççĕ. Вĕсен çак вăхатра тĕкĕсем ӳссе çитĕнеççĕ, часах йăваран тухса çывахри йывăçсем çине куçса ларма тытçнаççĕ, вĕçме пуçлаççĕ, çемьерен уйрăлаççĕ. Майĕпен кăнтăралла куçма пуçлаççĕ.
Хура аистсен йышĕ тĕнчипех питĕ пĕчĕккĕ. Пирĕн тăрăхра вĕсене Сăр таврашнчи сĕм вăрманта çеç асăрханă. Хальхи вăхăтра Чăваш Енре çак вĕçен кайăксем йăва туса ĕрчеме пăрахнă пулмалла. Вĕсем çинчен нимĕнле хыпар та çук. Чăваш ене вĕсем вĕçсе килессе шанас килет.
Црн штрк (науч. Ciconia nigra) — голема преселна блатна птица од семејството на штрковите. Присутен е и во Македонија, во периодот на парење.
Возрасните се големи блатни птици со црни горни делови (глава, врат, гради, грб и крилја) на кои има златнопурпурни и зеленикави одблесоци. Останатиот дел од пердувите е чисто бел. Клунот и нозете се црвени. Кога лета, делот под крилјата е црн со бел триаголник во основата на крилото. Вратот е истегнат при полетувањето. Нешто е помал од белиот штрк.
Кај малите пилиња, горните делови се кафеаво-црникави. Клунот и нозете се најпрво жолти (кога се во гнездо), но потоа стануваат бежово-розеви, кога ќе се научат да летаат (по околу 3 месеци). На една година, црниот штрк личи на возрасна птица, но пердувите му се побезбојни.
За разлика од белиот штрк, кој живее во провинцијата и степите, црниот штрк се среќава во шумите. Живеат во тивки вековни шуми, при што го градат гнездото на некое големо дрво. Ловните територии на црниот штрк се состојат од потоци, рекички, блата, како и ливади со ниска вегетација. Паровите се изолирани еден од друг на неколку километри, при што најголемата густина е во источна Европа (8 пара/100 км2).
Се размножуваат во пролет во потоплите земји на Европа и најмногу во средишните и источни европски региони, како и во Русија и Кина. Одлетуваат во септември и зимуваат во тропска Африка, во Индија и јужна Кина. Се враќаат на крајот на март и почетокот на април. Меѓутоа, пиринејското население на црниот штрк не е преселно.
Црните штркови се моногамни птици, кои изгледа остануваат верни една на друга. Секогаш еден од родителите стои во гнездото или околу него, барем додека пилињата не наполнат 2 недели. Парот го брани гнездото и територијата блиску до него. Ловните територии се протегаат на радиус 5-10 км од гнездото. Периодот на размножување започнува во мај.
Гнездото е големо, при што може да достигне дијаметар од 1,5 м и ширина од 1 м. Возрасните го градат на големо и здраво големо дрво (даб или бука), при што гнездото се наоѓа на 12-25 м од земјата. Друго место за гнездо е некоја карпа. Тоа се гради од страна на двата родителa, а понекогаш тие користат напуштено гнездо на некоја граблива птица. Ако местото е тивко и мирно, парот може да користи едно исто гнездо со години.
Женката може да снесе од 2 до 6 јајца, но обично тие се 3-5. Таа ги снесува во интервал од 2 дена. Одгледува по едно пиле на година. Излежувањето на јајцата продолжува 35-38 денови и со него се бават и двата родители, при што јајцата се излежуваат во хронолошки ред на нивното снесување.
Младенчињата остануваат во гнездото 63-71 ден. По овој период родителите продолжуваат да се грижат за нив околу 1-2 недели, кога пилињата се уште крај гнездото. Достигнуваат полова зрелост на 3-годишна возраст.
|archivedate=, |accessdate=
(помош) (англиски) Црн штрк (науч. Ciconia nigra) — голема преселна блатна птица од семејството на штрковите. Присутен е и во Македонија, во периодот на парење.
Чо́рны бу́сел (па-лацінску: Ciconia nigra) — птушка з атраду буслападобных сямейства бусьліных (Ciconia). Занесеная ў Чырвоную кнігу Рэспублікі Беларусь[1]. Найбольшая ў сьвеце папуляцыя чорнага бусла жыве на тэрыторыі заказьніка Званец[2].
Чорны бусел па сваіх памерах крыху меншы чым белы бусел (Ciconia ciconia). Верхняя частка тулава, галава, шыя і перад грудзі маюць мэталічна-бліскучы чорны колер, пер’е — зь зеленаватым, пурпурным альбо медным мэталічным адлівам у залежнасьці ад сьвятла.
Чо́рны бу́сел (па-лацінску: Ciconia nigra) — птушка з атраду буслападобных сямейства бусьліных (Ciconia). Занесеная ў Чырвоную кнігу Рэспублікі Беларусь. Найбольшая ў сьвеце папуляцыя чорнага бусла жыве на тэрыторыі заказьніка Званец.
Чорны бусел па сваіх памерах крыху меншы чым белы бусел (Ciconia ciconia). Верхняя частка тулава, галава, шыя і перад грудзі маюць мэталічна-бліскучы чорны колер, пер’е — зь зеленаватым, пурпурным альбо медным мэталічным адлівам у залежнасьці ад сьвятла.
Ҡауҙы(рус. Черный аист, лат. Ciconia nigra) — ҡауҙылар ғаиләһендәге ҡош.
Ҡаҙҙан ҙурыраҡ. Оҙон аяҡлы, оҙон муйынлы ҡош. Яңғыҙ ҙа, парлашып та йөрөйҙәр. Ҡанаттарын яй ғына һелтәп, шунан һелтәмәйенсә йәйеп оҙаҡ ҡына оса. Дөйөм төҫө күкһел һәм һарғылт ялтырауыҡлы ҡара. Ҡорһағы аҡ. Түшендә ҡабарып торған оҙон ҡауырһындары бар. Суҡышы, аяҡтары ҡыҙыл. Башҡа ҡоштар менән бутау мөмкин түгел.
Тауышы тоноҡ ҡына: «ҡау-лиң», суҡыштарын бер-береһенә ҡағып тырылдай.
Кеше йөрөмәгән аулаҡ урмандарҙа, йылға буйҙарында, урманлы ҡая таштарҙа йәшәй. Тәлмәрйен, сысҡан, кеҫәртке, балыҡ һәм эре бөжәктәр менән туҡлана. Күсмә ҡош. Бик һирәк ос¬рай. Ағас баштарында оялай. 2—5 бөртөк аҡһыл һары йомортҡаһы була.
सुरमल (अंगरेजी: Black stork, बै॰:Ciconia nigra) चिरइन के स्टॉर्क परिवार के एगो प्रजाति बाटे।
கரும் நாரை (black stork) நாரை இனத்தைச் சார்ந்த இப் பறவையானது நடு ஐரோப்பா பகுதியில் அமைந்துள்ள நாடுகளில் அடர்ந்த காட்டுப்பகுதியில் வாழக்கூடியதாகும். இப்பறவை இந்தியாவின் தென்மாநிலமான தமிழ்நாட்டின் சில பகுதிகளில் காணப்படுகிறது. அது வாழும்பகுதியில் குளிர்காலம் துவங்குவதால் தற்போது இப்பகுதிக்கு வந்துள்ளது. இவை நீர் நிலைகளின் ஓரங்களில் காணப்படும் பூச்சிகளை உண்ணும் பழக்கத்தைக் கொண்டுள்ளது.[1][2]
கரும் நாரை (black stork) நாரை இனத்தைச் சார்ந்த இப் பறவையானது நடு ஐரோப்பா பகுதியில் அமைந்துள்ள நாடுகளில் அடர்ந்த காட்டுப்பகுதியில் வாழக்கூடியதாகும். இப்பறவை இந்தியாவின் தென்மாநிலமான தமிழ்நாட்டின் சில பகுதிகளில் காணப்படுகிறது. அது வாழும்பகுதியில் குளிர்காலம் துவங்குவதால் தற்போது இப்பகுதிக்கு வந்துள்ளது. இவை நீர் நிலைகளின் ஓரங்களில் காணப்படும் பூச்சிகளை உண்ணும் பழக்கத்தைக் கொண்டுள்ளது.