Hulîçal an bazê zerik (Circus macrourus), cureyekî baziyan (Accipiteridae) e.
Hulîçal li herêmên başûrê rojhilatê Ewropayê û Asyaya Navîn (weke li Îranê û li rojhilatê Kurdistanê)[1] ferx û hêlîn dike, lê li Hindistan û li başûr-rojhilatê Asyayê zivistanê derbas dike. Hulîçal li çolên ziwa û zeviyên vekirî dijî.
Dirêjiya hulîçalê di navbera 40-48 cm û tevî baskan di navbera 95-120 cm. Giraniya hulîçalên nêr nêzî 315 g û ya mê nêzî 445 g e. Hulîçalê mê ji yê nêr girs û girantir e. Rengê beşê banî yê hulîçalê nêr gewrê vekirî an gewrê sipî ye û sipî li binê wê ye. Rengê mê qehweyî teve sipî li beşên banî ji laşê wê û ser dûvikan. Baskên hulîçal dirûj in bi serikên reş.
Hulîçal nêçîra guhandarên biçûk, qirtîş û çûkan dikin.
Hêlînên hulîçalan li ser erdê tên çêkirin û hulîçalên mê ji çar heta şeş hêkên spî dikin.
Forsman, Dick (1995) Field identification of female and juvenile Montagu's and Pallid Harriers Dutch Birding 17(2): 41-54
|accessdate=
(help) Hulîçal an bazê zerik (Circus macrourus), cureyekî baziyan (Accipiteridae) e.
Ο Στεπόκιρκος είναι είδος ημερόβιου αρπακτικού πτηνού που απαντά και στον ελλαδικό χώρο, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus macrourus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[3]
Η λατινική λέξη macrourus είναι ελληνική και σημαίνει «αυτός που έχει μακριά ουρά».
Η αγγλική λέξη pallid στην ονομασία του είδους (Pallid Harrier), είναι λατινική: pallid[4] Άλλωστε, ονομάζεται και Pale Harrier (βλ. αγγλικό λήμμα).
Η ελληνική ονομασία του είδους, παραπέμπει σε ένα από τα κυριότερα οικοσυστήματα του πτηνού.
Ο στεπόκιρκος έχει μία ευρεία περιοχή εξάπλωσης στον Παλαιό Κόσμο, με τα δυτικά όρια στην αφρικανική ακτή στο γεωγραφικό πλάτος της Σενεγάλης, στην Ιταλία και την Τυνησία και τα ανατολικά στην περιοχή της ινδοκίνας. Το βόρειο όριο της κατανομής βρίσκεται στη Ρωσία και τη ΒΔ. Μογγολία, ενώ το νότιο όριο εκτείνεται μέχρι τη Νότιο Αφρική.
Ο στεπόκιρκος είναι μεταναστευτικό είδος, που απαντά ως μόνιμος (επιδημητικός) κάτοικος σε ελάχιστες περιοχές, ενώ αντίθετα στις περισσότερες, απαντά ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, διαχειμάζων και μεταναστευτικός. Οι περιοχές αναπαραγωγής βρίσκονται στην Ευρασία όπου, είτε παραμένει μόνιμα όλο το έτος (Κριμαία, περιοχές του Καυκάσου και της Κασπίας) είτε έρχεται τα καλοκαίρια, σε μια ζώνη που εκτείνεται από την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία και, δια μέσου της Σιβηρίας, καταλήγει στα Αλτάι, τη ΒΔ Κίνα και τη ΒΔ Μογγολία.
Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Στην Ευρώπη, βρίσκονται κυρίως στην Ιταλία, τη Σικελία και τα Βαλκάνια. Στην Ασία, βρίσκονται από τη Μικρά Ασία στα δυτικά και δια μέσου της Μέσης Ανατολής, του Ιράκ, του Ιράν, του Καζακστάν και του Πακιστάν, φθάνουν μέχρι την ινδική υποήπειρο, την Ταϊλάνδη και την Ινδοκίνα στα ανατολικά.
Στην Αφρική, όπου και διαχειμάζει μεγάλος όγκος του παγκόσμιου πληθυσμού, οι περιοχές εκτείνονται από τη Μαυριτανία, τη Σενεγάλη και τη Γουινέα στα δυτικά και, μέσω μίας μεγάλης ζώνης παράλληλης με τον ισημερινό, φθάνουν στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, στην Ερυθραία και τη Σομαλία. Προς νότον, οι περιοχές διαχείμασης φθάνουν μέχρι τη Μποτσουάνα και τη Νότια Αφρική.
Στην Ελλάδα, ο στεπόκιρκος περνάει κατά τις δύο μεταναστεύσεις, χωρίς να φωλιάζει. Λίγα μόνον άτομα ξεχειμωνιάζουν στα βόρεια της χώρας.[5]
Η φθινοπωρινή αποδημία του στεπόκιρκου στην Ευρώπη ξεκινάει από τα μέσα Σεπτεμβρίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, ενώ η εαρινή αποδημία αρχίζει στα μέσα Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Απριλίου.
Τυχαία, περιπλανώμενα άτομα έχουν παρατηρηθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εκεί όπου δεν αναπαράγεται ούτε μεταναστεύει το είδος, όπως στην Ισπανία, το Βέλγιο, την Ισλανδία, κ.α., αλλά και στην Ιαπωνία ή το Λεσότο.[1]
Στην Ελλάδα, τα πρώτα πουλιά φθάνουν στις αρχές Απριλίου και φεύγουν νωρίς τον Οκτώβριο.[5]
Ο στεπόκιρκος συχνάζει σε ημι-ερήμους και στέπες έως τα 2.000 μέτρα, ενώ οι προτιμώμενες περιοχές ωοτοκίας, είναι τα λιβάδια κοντά σε μικρά ποτάμια και λίμνες, αν και έχει βρεθεί επίσης να αναπαράγεται σε αγροτικές περιοχές, τουλάχιστον εκεί όπου η γεωργία δεν είναι εντατική (Terraube et al. 2009). Μια μικρή μειοψηφία των πληθυσμών ζει στα αρκτικά δάση και τις δασικές ζώνες στην τούνδρα, βόρεια από την κύρια περιοχή αναπαραγωγής (Kuznetsov 1994?. Morozov litt 1999), όπου φωλιάζει σε ξέφωτα και άλλους ανοικτούς χώρους (Galushin et al 2003).[1]
Μπορεί να φωλιάσει μέχρι και στα 1200 μέτρα, ενώ έχει παρατηρηθεί να διαβαίνει, κατά τον χειμώνα, στα Ιμαλάια μέχρι τα 3000 μέτρα και, στην Αφρική μέχρι τα 4000 μέτρα.[6] Πάντως, διαφέρει από τους άλλους κίρκους, στο ότι προτιμάει πιο ξηρά ενδιαιτήματα.[5]
Ο στεπόκιρκος είναι ένας μετρίου μεγέθους ευρωπαϊκός κίρκος, ίσος ή ελαφρά μικρότερος από τον λιβαδόκιρκο. Όπως και οι άλλοι κίρκοι εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό.
Το αρσενικό είναι υπόλευκο γκρι στο πάνω μέρος και λευκό στο κάτω, με στενές μαύρες άκρες στις πτέρυγες (πρωτεύοντα ερετικά). Διαφέρει από το βαλτόκιρκο στο μικρότερο μέγεθος, τις στενότερες πτέρυγες και, τον αχνότερο χρωματισμό στα ακροπτερύγια.
Το θηλυκό είναι καφέ στην άνω επιφάνεια, με λευκά ανώτερα καλυπτήρια ουράς. Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι ανοιχτόχρωμη καφετί με σκουρόχρωμες καφέ ραβδώσεις. Είναι πολύ παρόμοιο με τον θηλυκό λιβαδόκιρκο, αλλά έχει πιο σκούρα και πιο ομοιόμορφα δευτερεύοντα ερετικά στην κάτω επιφάνεια. Το θηλυκό και τα νεαρά άτομα είναι σχεδόν απαράλλακτα με τα θηλυκά του βαλτόκιρκου, αλλά έχουν λιγότερο λευκό χρώμα στο ουροπύγιο.[5]
Η ίριδα, το κήρωμα και τα πόδια είναι κίτρινα στα ενήλικα πουλιά, ενώ το ράμφος και οι γαμψώνυχες είναι μαύρα.
Ο στεπόκιρκος, κατά την πτήση, έχει το χαρακτηριστικό πέταγμα των κίρκων, πετάει δηλαδή χαμηλά πάνω από το έδαφος, με τις πτέρυγες ανορθωμένες σε σχήμα V. Μοιάζει πολύ με το βαλτόκιρκο στο πέταγμα και τις συνήθειες, ιδιαίτερα τα θηλυκά. Το πέταγμά του είναι πολύ «ανάλαφρο» και, θυμίζει εκείνο του γλάρου.[8]
Οι στεπόκιρκοι κυνηγούν κυρίως μικρά θηλαστικά, όπως τα λέμινγκς στη στέπα, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, σκίουρους εδάφους (susliks), χάμστερς και μυγαλές (shrews). Ένα άλλο μέρος του φάσματος της τροφής, καλύπτουν μικρά στρουθιόμορφα, όπως κορυδαλλοί (Alaudidae), πετρόκλες (Oenanthe), σκαλίδρες και κελάδες (Anthus). Τα μεγάλα θηλυκά είναι σε θέση, επίσης, να επιτεθούν σε ενήλικες πάπιες (Anatidae) ή ουρόγαλους (Tetraoninae) ειδικά στα χειμαδιά. Τέλος, περιστασιακά, τρώει και σαύρες ή έντομα.
Ο στεπόκιρκος φθάνει στη σεξουαλική ωριμότητα κατά το δεύτερο ή τρίτο χρόνο της ζωής του. Τα ζευγαρώματα αρχίζουν ήδη από τις περιοχές διαχείμασης, με τα ζευγάρια να είναι, ωστόσο, σταθερά μόνο για μια σεζόν αναπαραγωγής.
Η φωλιά κατασκευάζεται κυρίως από το θηλυκό, απ’ευθείας πάνω στο έδαφος, είναι ελαφρά υπερυψωμένη και μπορεί να καλύπτεται από υψηλή βλάστηση, ενώ σπανιότερα βρίσκεται πάνω σε χαμηλούς θάμνους.
Η περίοδος ωοτοκίας είναι από τις αρχές Μαΐου μέχρι τον Ιούνιο. Η γέννα αποτελείται από 4-5 αβγά, σπανιότερα 3-6 αβγά, με διαστήματα 2 ημερών μεταξύ τους. Η επώαση -που ξεκινάει από το πρώτο αβγό-, πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, και διαρκεί 28-30 ημέρες, με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή.[9] Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό για 21 ημέρες, ενώ το αρσενικό εφοδιάζει το θηλυκό και αργότερα τους νεοσσούς με τροφή. Αργότερα, κυνηγάνε και οι δύο γονείς.
Οι νεοσσοί διαφέρουν σε μέγεθος και, είναι πολύ πιθανόν, ο μικρότερος να μην επιζήσει. Αποκτούν το πρώτο τους πτέρωμα στις 21-28 ημέρες. Το πρώτο πέταγμα πραγματοποιείται στις 35-40 ημέρες, περίπου, αλλά μένουν κοντά στους γονείς τους, για 2-3 εβδομάδες ακόμη.[9][10]
Στην Ελλάδα ο στεπόκιρκος δεν φωλιάζει, αλλά έρχεται και ξεχειμωνιάζει στη χώρα, σε ελάχιστους αριθμούς.[5]
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του στεπόκιρκου μειώθηκαν δραματικά κατά τον 20ό αιώνα. Σε πολλές περιοχές, όπως τα Βαλκάνια, τη Μολδαβία και τη Λευκορωσία έχει σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ ο κυριότερος όγκος αναπαράγεται στη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, την Ουκρανία, και την Τουρκία (25%-49% του παγκόσμιου πληθυσμού).[11]
Στην Ασία, ωστόσο, ο πληθυσμός τεκμαίρεται ότι είναι πιο σταθερός. Έρευνες στην περιοχή Oblast Kustanay (βόρειο Καζακστάν 1997-2004) δείχνουν έναν αμφίρροπο, αλλά φαινομενικά σταθερό πληθυσμό με πυκνότητα 9,4 έως 25 ζεύγη ανά 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα (Bragin 1999. Ε. Bragin in litt. 2005). Άλλες λεπτομέρειες από έρευνες δεν είναι γνωστές από την ασιατική περιοχή του είδους, αν και ανεπίσημα στοιχεία από το νότιο Καζακστάν δείχνουν ότι είναι τοπικά άφθονο (A. Corso in litt. 2005).
Στην περιοχή αναπαραγωγής, κατά κύριο λόγο απειλείται από την καταστροφή και την υποβάθμιση των χορτολιβαδικών εκτάσεων της στέπας, και τη μετατροπή σε αρόσιμες γεωργικές εκτάσεις, το κάψιμο της βλάστησης, την εντατική βόσκηση των υγρών βοσκοτόπων και την εκκαθάριση από θάμνους και ψηλά ζιζάνια (Galushin et al 2003. Ε. Bragin litt. 2007). Στους χώρους διαχείμασης, πιστεύεται ότι επιδρούν αρνητικά, η χρήση επιβλαβών φυτοφαρμάκων, τα ποντικοφάρμακα και άλλες τοξικές χημικές ουσίες (R. Simmons litt 1999?, Galushin et al 2003), αν και αυτό απαιτεί περαιτέρω έρευνα, καθώς και από την απώλεια της βοσκοτόπων λόγω της καύσης, κοπής και υπερβόσκησης (Galushin et al. 2003).[1]
Η αξιολόγηση της κατάστασης του εν λόγω είδους περιπλέκεται από το γεγονός ότι, στα εδάφη αναπαραγωγής, οι αριθμοί διαφοροποιούνται ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως λ.χ. από τους αριθμούς των μικρών θηλαστικών. Αξιόπιστα στοιχεία από τις οδούς μετανάστευσης και διαχείμασης είναι επίσης δύσκολο να καταγραφούν, λόγω της σπανιότητας του είδους, της στρατηγικής της μετανάστευσης, καθώς και της δυσκολίας στην αναγνώριση πεδίου, αν και σημαντικές συγκεντρώσεις των πτηνών έχουν αναγνωριστεί σε περιοχές της Ινδίας και της Αφρικής (Galushin et al. 2003).[1]
O στεπόκιρκος σήμερα κατατάσσεται ως είδος Σχεδόν Απειλούμενο (NT) από την IUCN.[1]
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, αλλά ο στεπόκιρκος είναι από τα σπανιότερα αρπακτικά της χώρας.[5]
Ο Στεπόκιρκος είναι είδος ημερόβιου αρπακτικού πτηνού που απαντά και στον ελλαδικό χώρο, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus macrourus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.
Жьец (лат-бз. Circus macrourus) — къашыргъэ лъэпкъым хыхьэ и цӀэджэгъу лъэпкъыгъуэм щыщщ.
Хъухэм я тхыцӀэр щхъуэ-фӀыцӀафэщ, щӀыху мащӀэ къыщӀэуэу. КӀащхьэр хужьщ, кусэ щхъуафэ ирикӀуэу. Дамэ къабзий пхъашэхэр щхъуэщ, жьэгъур, ныбэ щӀагъыр хужьщ.
Еуразиэм и лъэныкъуэ бжыгъэм, Африкэм щопсэу. Здэгъуалъхьэр щӀылъэм дежщ. Къауъказым щыпсэу жьецхэр лъэтэжкъым.
КъаущэкӀу губгъуэдзыгъуэ, щындырхъуо, мылъэтэф къуалэбзу шыр.
Жьец (лат-бз. Circus macrourus) — къашыргъэ лъэпкъым хыхьэ и цӀэджэгъу лъэпкъыгъуэм щыщщ.
Кубарган кулaaлы (лат. Circus macrourus), (S.G. Gmelin, 1771).
Евразияда Дунайдын төмөнкү агымынын өрөөнүнөн чыгышты көздөй Түндүк-Батыш Монголияга чейин, болжол менен Түштүк-Батыш Байкалга чейин. Түндүккө карай Припятңе өрөөнүнө чейин, Белорусия жана Урал тоо кыркаларынын ортосунда 55-параллелге чейин, Урал тоо кыркалары жана Енисей өрөөнүнүн ортосунда 57-параллелге чейин. Түштүктөн Кара деңиздин түндүк жээгине, Крымга, Түштүк Байкалдын тышына, Ирандын Каспий алдынкы провинцияларына, Камыш-Самар көлдөрүнө, Эмбанын жогорку бөлүгүнө, Жезказганга жана Уралга, Арал деңизинин түндүк-чыгыш жээгине, Сырдарыя өрөөнүнө, Тарбагатайга жана Түндүк-Батыш Монголияга чейин. Кыргызстанда – Чүй, Атбашы дарыяларынын өрөөндөрү, Ысыккөл ойдуңу, Ички Тянңшандын сырттары.
Түздүктөрдү, жапыз жана орто тоолуу ачык жерлерди артык көрөт, маданий территорияларда да сейрек эмес, кээде бийик тоолорго көтөрүлөт.
Саны боюнча системдүү маалымат жок. Адатта Чүй дарыясынын жана Ысыккөл көлүнүн өрөөндөрүндө кездешет. 2005-жылы Бишкектен алыс эмес көлмөлөрдө өткөрүлгөн жайкы жана күзгү байкоо жүргүзүүлөрдө кубарган кулаалынын эркектерин эки жолу байкашкан. Бир жаш канаттуу көлмөлөрдүн биринин жээгинде белгиленген.
Уялоочу түр. Жерде отурганды артыксынтат, кээде бадалдарда жана дарактарда отурат. Канаттарын жайып, айыл чарба аянттарын тынымсыз айланып учат, азыгын көрүп, абада кыймылсыз калат да, тик ылдый түшүп кол салат. Чычкан сымал кемирүүчүлүргө, кескелдириктерге, бакаларга, чегирткелерге, башка канаттуулардын балапандарына аңчылык жасайт. Апрелден июлга чейин уялайт. Чөптөрдөн жана жалбырактан жасалган уясын жерде, көбүнчө талааларда салат. Күрөң тактары бар ак түстөгү 4-5 жумуртка тууйт.
Уялоо жерлеринде тынчсыздандыруучу факторлордун көптүгү, айрыкча, үй жаныбарлары уялары үчүн коркунуч туудурат. Кээде киши тарабынан кырылуусу.
Кыргыз Республикасында колдо багылбайт.
Республикада атайын коргоо чаралары жок. Түр I UCNдин Кызыл Китебине VI категориясына Near Threatened, NT киргизилген.
Уялоого ылайыктуу жерлерди коргоо керек, уялоо аймактарда адамдын жана үй жаныбарларынын жүрүшүн чектөө. Аныкталган уяларды картага түшүрүү жана кубарган кулаалынын санына мониторинг жүргүзүү.
VI категория. Near Threatened, NT. Кыргыз Республикасынын фаунасында уруунун төрт өкүлүнүн бири. Монотиптүү түр.
Степовый лунь (Circus macrourus) є середнё великый хищ з родины ястрябовых.
Степовый лунь росте до 40 – 48 цм. Самець є зверьха зафарбленый переважно сиво з тмавыма кінцями крыл і зо спіднёй стороны чісто білы. Саміця є невыразно бура із світлїшым сподом тїла.
Гнїздить на югу выходной Европы і середнёй Азії і зимує переважно в Африцї, Індії і в юговыходній Азії. Рідко залїтавать і до западной Европы і на Брітаньскы островы. Жыє в одкрытых країнах, найчастїше степі, мочарях, ловить і на полях.
Жывить ся малыма ссавцями, ящурками і меншыма видамі птахів.
Степовый лунь (Circus macrourus) є середнё великый хищ з родины ястрябовых.
Степовый лунь росте до 40 – 48 цм. Самець є зверьха зафарбленый переважно сиво з тмавыма кінцями крыл і зо спіднёй стороны чісто білы. Саміця є невыразно бура із світлїшым сподом тїла.
Гнїздить на югу выходной Европы і середнёй Азії і зимує переважно в Африцї, Індії і в юговыходній Азії. Рідко залїтавать і до западной Европы і на Брітаньскы островы. Жыє в одкрытых країнах, найчастїше степі, мочарях, ловить і на полях.
Жывить ся малыма ссавцями, ящурками і меншыма видамі птахів.
Степската еја или степски жабар (науч. Circus macrourus) е птица од родот еи (Circus) во фамилијата јастреби и е птица преселница, грабливка која лови во низок лет. Се размножува во јужните делови на источна Европа, вклучувајќи ја и Македонија, како и во централна Азија (во Иран), а зимува во Индија и југоисточна Азија. Ретко заскитува во Велика Британија и западна Европа, иако значителен број младенчиња се забележани како презимуваат во Норфолк (источна Англија) зимата 2002/3 г.
Кај степската еја е изразен половиот диморфизам, односно мажјаците се белосиви одозгора и бели одоздола, со зашилени црни врвови на крилјата. Должината им е од 40 до 48 см, а имаат распон на крилјата од 95 до 120 сантиметри. Тежат околу 315 грама, а женките се поголеми и тежат околу 445 грама. Женките се кафени одозгора, со бели пердуви на горниот дел од опашката, а долниот дел ѝ е жолтеникав со кафени шари. Младенчињата се слични со женките и често, заради белото кај опашката се нарекуваат „прстенестоопашни“.
Птицата живее во отворени, степски предели.
Степската еја лови и се храни со мали цицачи, влекачи и птици, изненадувајќи ги со брзиот и низок лет.
Овој јастреб е моногамна птица која одгледува едно легло годишно. Гнездат директно на земја на тревна површина. Несат 3-5 светлосини јајца. Инкубацијата започнува откако ќе се снесе првото јајце и трае 28-30 дена. Ги лежи само женката, но за време на инкубацијата и првите денови по испилувањето, мажјакот носи храна и за женката и за пилињата. Младенчињата го напуштаат гнездото по 35-40 дена.
|accessdate=
(помош) (персиски) |accessdate=
(помош) (англиски) Forsman, Dick (1995) Field identification of female and juvenile Montagu's and Pallid Harriers Dutch Birding 17(2): 41-54
Степската еја или степски жабар (науч. Circus macrourus) е птица од родот еи (Circus) во фамилијата јастреби и е птица преселница, грабливка која лови во низок лет. Се размножува во јужните делови на источна Европа, вклучувајќи ја и Македонија, како и во централна Азија (во Иран), а зимува во Индија и југоисточна Азија. Ретко заскитува во Велика Британија и западна Европа, иако значителен број младенчиња се забележани како презимуваат во Норфолк (источна Англија) зимата 2002/3 г.
Хээрийн хулд (Circus macrourus), урьд Хээрийн цагаан элэгт гэж байсан, нь Харцагынхан овгийн махчин шувуу юм. Тэд зүүн Европын өмнөд хэсэг, төв Азид нутаглах ба Энэтхэг болон зүүн өмнөд Азид өвөлждөг.
Энэхүү дунд хэмжээний шувуу нь задгай тал хээр болон намгархаг газар амьдарна.
Эрэгчин хээрийн хулд цагаан саарал нуруу, цагаан цээж, гэдэс, хэвлийтэй ба далавчны үзүүрт хар байна. Саарал хулдаас биеэр жижиг, илүү үзүүр тийш нарийссан далавчтай.
Эмэгчин нь бор нуруун хэсэг, бор судалтай бор шаргал өвөртэй. Сүүлний дээд хэсгийн гадаад өд нь цагаан байна.
Хээрийн хулд жижиг хөхтөн, гүрвэл, шувуу зэргээр хооллоно. Газар үүрээ засаж, 4-6 цагаандуу өндөг гаргадаг.
Хээрийн хулд (Circus macrourus), урьд Хээрийн цагаан элэгт гэж байсан, нь Харцагынхан овгийн махчин шувуу юм. Тэд зүүн Европын өмнөд хэсэг, төв Азид нутаглах ба Энэтхэг болон зүүн өмнөд Азид өвөлждөг.
Энэхүү дунд хэмжээний шувуу нь задгай тал хээр болон намгархаг газар амьдарна.
Ялан көйгәнәге(урыҫ.степной лунь) (лат. Circus macrourus) - Башҡортостандың Ҡыҙыл китабына индерелгән.
Ялан көйгәнәге(урыҫ.степной лунь) (лат. Circus macrourus) - Башҡортостандың Ҡыҙыл китабына индерелгән.
श्वेत भुइँचील नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा प्यालिड ह्यारिअर (Pallid Harrier) भनिन्छ।
श्वेत भुइँचील नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा प्यालिड ह्यारिअर (Pallid Harrier) भनिन्छ।
ઉજળી પટ્ટાઇ (અંગ્રેજી: Pale Harrier, Pallid Harrier), (Circus macrourus) એ ઋતુપ્રવાસી પક્ષી છે. તે પૂર્વ યુરોપનાં દક્ષિણ ભાગ અને મધ્ય એશિયા (જેવા કે, ઈરાન અને શિયાળામાં બહુધા ભારત અને દક્ષિણપૂર્વ એશિયા)માં વંશવૃદ્ધિ કરે છે. આ મધ્યમ કદનું શિકારી પક્ષી ખુલ્લા મેદાન, કળણ અને વેરાન સપાટ ખુલ્લી જમીન પર વંશવૃદ્ધિ કરે છે.
આ પક્ષી પોતાની લાંબી પાંખોને અંગ્રેજી વી (V) જેવા આકારમાં રાખી નીચી ઊડાન ભરે છે. પુખ્ત પક્ષી ૪૦-૪૮ સે.મી. લંબાઈ, ૯૫-૧૨૦ સે.મી. પાંખોનો વ્યાપ અને નર ૩૧૫ ગ્રામ તથા માદા સહેજ વધારે, ૪૪૫ ગ્રામ, વજન ધરાવે છે. નરને ઉપરના ભાગે સફેદાઈયુક્ત રાખોડી અને નીચેના ભાગે સફેદ તથા પાંખોના સાંકડા છેડા કાળો રંગ ધરાવે છે.
માદા ઉપરના ભાગે કથ્થાઈ રંગની અને તેની પૂંછડીનાં પીંછા સફેદ રંગના હોય છે. તેનો નીચેનો ભાગ કથ્થાઈ મખમલી આડીઅવળી લીટીઓ વાળો હોય છે.
|accessdate=
(મદદ) |last૧=
ignored (મદદ); Check date values in: |accessdate=, |year=
(મદદ) ઉજળી પટ્ટાઇ (અંગ્રેજી: Pale Harrier, Pallid Harrier), (Circus macrourus) એ ઋતુપ્રવાસી પક્ષી છે. તે પૂર્વ યુરોપનાં દક્ષિણ ભાગ અને મધ્ય એશિયા (જેવા કે, ઈરાન અને શિયાળામાં બહુધા ભારત અને દક્ષિણપૂર્વ એશિયા)માં વંશવૃદ્ધિ કરે છે. આ મધ્યમ કદનું શિકારી પક્ષી ખુલ્લા મેદાન, કળણ અને વેરાન સપાટ ખુલ્લી જમીન પર વંશવૃદ્ધિ કરે છે.
કચ્છના નાના રણમાં વિશ્રામ કરતી ઉજળી પટ્ટાઇ. Circus macrourus
పిల్లి గద్ద (Pale Harrier or Pallid Harrier) ఒక రకమైన గద్ద.[3]
|website=
(help)