Ο Coraebus είναι γένος εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων και της οικογένειας των Buprestidae. Το γένος Coraebus Laporte & Gory 1836 περιλαμβάνει στην Ευρώπη πέντε είδη.[1] Όλα τα είδη αυτά συναντούμε και στην Ελλάδα.
Παγκοσμίως αναφέρονται περίπου σαράντα είδη[2][3] από την Παλαιαρκτική μέχρι τη βόρεια Αφρική.
Το κεφάλι είναι κοντό και λίγο αποτραβηγμένο στον προθώρακα. Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι μεγάλοι και παράλληλοι και φτάνουν μέχρι το πρόνωτο. Οι κοντές κεραίες είναι πριονωτές από το τέταρτο άρθρο. Οι κοτυλοειδείς κοιλότητες, όπου εκφύονται οι κεραίες, έχουν πάνω ένα δόντι.
Τα έλυτρα δεν έχουν λωρίδες από κουκκίδες. Το τρίχωμα στα περισσότερα είδη δεν είναι ομοιόμορφο, αλλά κατά μέρος πιο πυκνό, σχηματίζοντας άσπρες λωρίδες κάθετες στον άξονα του σώματος. Αυτές οι λωρίδες έχουν σχήμα ζιγκ ζαγκ, είναι μόνο κυρτές προς μπροστά ή σχηματίζουν μόνο μακρόστενες κηλίδες. Καμιά φορά οι λωρίδες διακόπτονται. Ο θυρεός είναι καρδιοειδής.
Το πρόστερνο έχει μόνο μια μεγάλη απόφυση προς τα πίσω (πράσινο στην Εικ. 1) που φτάνει μέχρι το μετάστερνο (κίτρινο στην Εικ. 1), χωρίς άλλες αποφύσεις μπρος τα μπροστά. Τα ισχία των οπίσθιων ποδιών (μπλε στην Εικ. 1) φαρδαίνουν προς τις πλευρές και περιορίζουν την έκταση των επιστέρνων του μετάστερνου (κόκκινο στην Εικ. 1). Τα νύχια των ταρσών είναι σχισμένα και και προκαλούν την εντύπωση πως είναι δυο ζευγάρια (Εικ. 2). Το γένος Coraebus μοιάζει με το γένος Agrilus, δεν έχει όμως καρίνα στον θυρεό.
Ο C. elatus έχει μήκος 4,5 μέχρι 7,2 χιλιοστόμετρα. Το χρώμα είναι μεταλλικό χαλκό μέχρι πράσινο. Το τρίχωμα είναι αραιό και δεν σχηματίζει κηλίδες ή λωρίδες. Το κολεόπτερο ανήκει στα ποντομεσογειακά είδη, και σήμερα το συναντούμε σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στην Ασία.[4] Το ακμαίο γίνεται ορατό κατά την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου στους ξενιστές και στα άνθη του Helianthemum. Οι προνύμφες αναπτύσσονται στις ρίζες διάφορων ποωδών φυτών (Poderium, Potentilla, Agrimonia, Filipendula, Fragaria).
Το είδος C. florentinus (Εικ. 3) έχει μήκος 13 μέχρι 16 χιλιοστόμετρα. Κεφάλι, πρόνωτο και το μπροστινό μισό των ελύτρων, γυαλίζουν πράσινα. Το χρώμα γίνεται βαθμιαία πιο μπλε και πιο σκούρο προς την πίσω άκρη. Στο οπίσθιο μισό των ελύτρων το τρίχωμα σχηματίζει δυο ή τρεις άσπρες λουρίδες. Το είδος επίσης έχει μεγάλη περιοχή διανομής στην Ευρώπη και Ασία.[5] Στην Ελλάδα λείπει στα νησιά και οι αναφορές από τη Στερεά είναι περιορισμένες. Το θηλυκό τοποθετεί τα αυγά στα μπουμπούκια της βελανιδιάς. Οι προνύμφες κατεβαίνουν στο ξύλο και στον τρίτο χρόνο οι στοές τους σχηματίζουν δακτύλιο γύρο το κλαδί κάτω από το φλοιό. Με αυτό το τρόπο «στραγγαλίζουν» το κλαδί καταστρέφοντας το δευτερογενή μεριστωματικό ιστό. Οι ζημιές είναι όμως σχετικά μικρές, ιδιαίτερα σε φυσικές συνθήκες.[6]
Ο C. oertzeni έχει μήκος 11 μέχρι 14.5 χιλιοστόμετρα. Ο χρωματισμός μοιάζει με αυτόν του C. florentinus, αλλά αντίθετα απ´ αυτόν έχει «καρίνα» στις οπίσθιες γωνίες του προνώτου και οι λωρίδες ζιγκ ζαγκ είναι στενές. Χαρακτηριστική είναι άλλη μια κηλίδα στην οπίσθια άκρη των ελύτρων.[7] Είναι επίσης ποντομεσογειακό είδος, δεν επεκτάθηκε όμως στην περιοχή διαμονής στην Ευρώπη μετά την περίοδο των Παγετώνων όπως το έκανε ο Coraebus elatus, αλλά περιορίστηκε σε λίγες χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Τον συναντούμε επίσης σε μερικές περιοχές της Ασίας.[8] Από την Ελλάδα υπάρχουν μόνο λίγες αναφορές από τη Βόρεια Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ξενιστής είναι πιθανώς η βελανιδιά.
Εικ. 4: Coraebus rubiΤο ακμαίο (Εικ. 4) έχει μήκος 7.5 μέχρι 11 χιλιοστόμετρα. Το μεταλλικό χρώμα ποικίλει. Στα έλυτρα έχει τέσσερις ή πέντε στενές λωρίδες ζιγκ ζαγκ. Στις οπίσθιες γωνιές του προνώτου έχει λυγιστή «καρίνα» (Εικ. 4 δεξιά κάτω). Ποντομεσογειακό είδος και ο C. rubi, αυτός επεκτάθηκε μετά την περίοδο των Παγετώνων την περιοχή διανομής του από τη Βόρεια Αφρική μέχρι την Ασία, καλύπτοντας και μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών. [9] Στην Ελλάδα συναντούμε το ακμαίο κατά την περίοδο από αρχές Μαΐου έως τέλος Αυγούστου στα φύλλα των ξενιστών του (Rubus και Rosa) στη μακί.
Ο C. undatus έχει μήκος 10 μέχρι 14 χιλιοστόμετρα και χρώμα χαλκό μέχρι πράσινο, πίσω από την πρώτη των τριών λουρίδων ζιγκζαγκ το χρώμα γίνεται σκούρο μοβ. Η «καρίνα» είναι χαμηλή και σβήνει προς τις άκρες του προνώτου.
Είναι το μόνο είδος του γένους που το συναντούμε στα φυλλοβόλα δάση των βουνών. Ο χώρος διανομής επεκτείνεται επίσης από τη Βόρεια Αφρική μέχρι την Ασία, καλύπτοντας και μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών. Αντίθετα στον C. rubi λείπει όμως σε μερικά μεσογειακά νησιά, π. χ. την Κρήτη, την Κύπρο, τη Σικελία και τη Σαρδηνία [10] Και στην Ελλάδα οι αναφορές περιορίζονται στην Κατάρα (Νομός Τρικάλων) και τον Παρνασσό. Ξενιστές είναι τα δέντρα Quercus και Castanea sativa. Στις βελανιδιές το θηλυκό αποθέτει τα αυγά στις ρωγμές του φλοιού. Η προνύμφη σκάβει τις στοές προς τα πάνω.[6]
Ο Coraebus είναι γένος εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων και της οικογένειας των Buprestidae. Το γένος Coraebus Laporte & Gory 1836 περιλαμβάνει στην Ευρώπη πέντε είδη. Όλα τα είδη αυτά συναντούμε και στην Ελλάδα.
Παγκοσμίως αναφέρονται περίπου σαράντα είδη από την Παλαιαρκτική μέχρι τη βόρεια Αφρική.